Sunday, December 15, 2013

γιαταγάνι

Το γιαταγάνι ήταν είδος σπαθιού, Συγκεκριμένα ήταν το πλατύ και κυρτό σπαθί των Οθωμανών, κυριολεκτικά σημαίνει: «αυτό που σε ξαπλώνει, ή σε κοιμίζει» .

εμβόλιμος

εμβόλιμος, -η, -ο
  1. που παρεμβάλλεται σε μία ήδη γνωστή και καθορισμένη σειρά
  2. (φιλολογία) που έχει προστεθεί σε ένα κείμενο, αφού αυτό έχει ολοκληρωθεί, συνήθως χωρίς τη συναίνεση του δημιουργού

θρακίωνω

become embers

τσίπα

τσίπα < σλαβική tsipa

Open book 01.svg Ουσιαστικό[]

τσίπα θηλυκό
  1. η πέτσα
  2. η κρούστα στην επιφάνεια ρευστών ή υγρών (γάλακτος, γιαουρτιού)
  3. λεπτός λιπώδης υμένας γύρω από τα σπλάχνα ζώου
  4. λεπτός λιπώδης υμένας στο πρόσωπο νεογέννητων
  5. (τριγωνικό) μαντίλι (κυρίως κεφαλομάντιλο) γυναικών, τσεμπέρι
    http://openarchives.gr/view/446618
  6. (μεταφορικά) το φιλότιμο, η ντροπή, η συστολή
    αυτός ο άνθρωπος δεν έχει τσίπα, μας κοροϊδεύει πρώτα και μετά κάνει ότι δε σ

Saturday, December 14, 2013

fin (of fish)

πτερύγιο -- απο μια είδηση ότι οι Κινέζοι θα σταματήσουν να τρώνε πτερύγιο του καρχαρία.

Sunday, November 24, 2013

φύλαρχος

this word, which means "TRIBAL LEADER" came up of course with all the news about Afghanistan and its leaders. What fascinated me about it is that it could just as be the leader of a whole race, as --i'Ve doublechekced this -- there is only one word for tribe, clan, and RACE!

φύλαρχος < αρχαία ελληνική φυλή + ἄρχω

Open book 01.svg Ουσιαστικό[]

φύλαρχος αρσενικό
  1. ο αρχηγός μιας φυλής
  2. (μεταφορικά) ο αρχηγός μιάς μεγάλης ομάδας με κοινά χαρακτηριστικά
  3. στην αρχαία Αθήνα φύλαρχοι ονομάζονταν οι δέκα επικεφαλής του ιππικού και εκλέγονταν από κάθε μία από τις ισάριθμες φυλές

Ομώνυμα[]

Wednesday, November 13, 2013

Wednesday, November 6, 2013

Ιάχη / ιαχή

Ιάχη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Ιάχη (από το ρήμα ιάχω = κραυγάζω, φωνάζω, πρβλ. και την αρχαία και σημερινή λέξη «ιαχή») είναι γνωστή μια από τις Νύμφες που απάρτιζαν την ακολουθία της Περσεφόνης και έπαιζαν μαζί της. Η Νύμφη Ιάχη αναφέρεται στον Ομηρικό «`Υμνο στη Δήμητρα», και συγκεκριμένα στον στίχο 419.

battle cry nliteral (soldiers' rallying call)πολεμική ιαχή, πολεμική κραυγήουσ.θηλ.
rebel yell nUS (US Civil War: confederate battle cry)πολεμική ιαχή ουσ.θηλ.
Note: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Every time Josh gets drunk he starts in with those stupid rebel yells.
war crynliteral ([sth] shouted in battle to rally soldiers)πολεμική ιαχή ουσ.θηλ.
 Hungarian warriors used to shout the war cry "Huj, Huj, Hajrá!".
war crynfigurative (slogan used to rally support)μεταφορικάπολεμική ιαχή ουσ.θηλ.
 'No new taxes' became their war cry prior to the election.
 Is something important missing? Report an error or suggest an improvement.

Male animal that still has its balls

βαρβάτος -η -ο [varvátos] Ε3 : 1. (για αρσ. ζώο) που δεν είναι ευνουχισμένος: Bαρβάτο άλογο. ~ ταύρος. || (μτφ.): ~ άντρας, εύρωστος, στιβαρός· νταβραντισμένος. 2. που έχει ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις, που ξεχωρίζει σε κάποιο επάγγελμα, τέχνη, επιστήμη: ~ δικηγόρος / επιστήμονας / επιχειρηματίας. 3. για να δηλώσουμε μεγάλο μέγεθος, ένταση κ.ά.: Bαρβάτη περιουσία, μεγάλη, τρανταχτή. ~ καβγάς, ζωηρός, δυνατός. Δίνω εξετάσεις σ΄ ένα βαρβάτο μάθημα, που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια, δύσκολο. Bαρβάτη δουλειά / επιχείρηση,πολύ αποδοτική.
[ελνστ. βαρβᾶτος < λατ. barbatus `που έχει γένια (barba)΄ (δηλ. όχι ευνούχος)]

τσίφτης

τσίφτης ο [tsíftis] Ο11 θηλ. τσίφτισσα [tsíftisa] Ο27α : (λαϊκ.) 1. άνθρωπος πανέξυπνος, καπάτσος. || μάγκας2.2. άνθρωπος άψογος: α. στην εξωτερική του εμφάνιση. β. στη συμπεριφορά του· άνθρωπος εντάξει.
[αλβ. qift `γεράκι΄ -ης με προώθηση της άρθρ. [i > tsi] (για τη σημ. σύγκρ. σαΐνι τσίφτ(ης) -ισσα]

Μοre synonyms for MANGAS

Μόρτης, τσίφτης

Μπεσαλίκι

Μπεσαλίκι

μπεσαλίκι το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :μπεσα (μπέσα) -λίκι] το να είναι κάποιος μπεσαλής, να κρατάει το λόγο του, να είναι άξιος της εμπιστοσύνης των άλλων

how to translate? Truthiness? An aptitude for honesty? 

Αnother word for a man with dignity, refinement, and pride.

κιμπάρης ουδέτερο
  1. άρχοντας στους τρόπους, γαλαντόμος, ευγενής, με καλούς τρόπους, πολύ καθώς πρέπει, αξιοπρεπής, που κάνει τα οφειλόμενα ακόμα κι όταν του είναι δύσκολο, εντάξει στις υποσχέσεις και υποχρεώσεις του From this song.

I love all the detailed requirements here in slang.gr:
Άνθρωπος αξιοπρεπής - τζέντλεμαν, με την πραγματική έννοια. 

Ντόμπρος και λίγο βαρύς, χωρίς περιττά λόγια. 

Καλοντυμένος, ίσως και ακριβά ντυμένος, αλλά ποτέ επιδεικτικός.

Χωρίς μικρότητες, δεν τσιγκουνεύεται τα λεφτά. Δεν είναι απαραίτητα κονομημένος αλλά ξοδεύει γενναιόδωρα χωρίς όμως να κάνει επίδειξη.

Μια γυναίκα μπορεί να είναι κιμπάρισσαΈνα πράγμα - ρούχο, έπιπλο, κόσμημα - μπορεί να είναι κιμπάρικοΗ ιδιότητα του κιμπάρη είναι το κιμπαριλίκι - μια αρχοντιά, τέλος πάντω

Generic drug

Γενόσημο φάρμακο
Learned it, predictable, listening to Cyprus radio regarding health care reform. 

Monday, October 28, 2013

dastardly

THRASY- means having nerve, being extremely bold

DILOS--COWARDLY

this is my favorite word this year! It was used to describe the Golden Dawn members, who didn't come to the october 28 parade in official capacity, but hung out in the crowd, being provocative yet protected.

θρασύδειλος -η -ο [θrasíδilos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από θράσος όταν δεν αντιμετωπίζει κανέναν κίνδυνο ή απειλή, ενώ αντίθετα δειλιάζει και υποχωρεί μόλις αντιμετωπίσει κπ. ισχυρότερό του: ~ καθώς ήταν, δεν τόλμησε να πραγματοποιήσει τις απειλές του.

Friday, August 30, 2013

παρείσακτος


παρείσακτος
  1. που βρίσκεται κάπου που δεν δικαιούται ή δεν ταιριάζει με τους υπόλοιπους, έχοντας μπει κρυφά ή επίτηδες

Wednesday, August 28, 2013

Another sword...




Ρομφαία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Rhomphaia.jpg
Η ρομφαία ήταν στενό λογχοειδές πολεμικό όπλο που χρησιμοποιήθηκε από τους Θράκες από το 400 π.Χ. Ήταν παραλλαγή της φαλξ των Δακών. Η ρομφαία είχε σχήμα δρεπάνης και μήκος έως 2 μέτρα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως οι ιππείς.

from the alkinoos ioannides song ZINONOS
Η λέξη χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως στον εκκλησιαστικό λόγο είτε ως η πύρινη ρομφαία των Χερουβείμ είτε μεταφορικά ως έκφραση της θεϊκής δικαιοσύνης.

Μοuthpiece of the hookah


From this wonderful song, with lyrics by my beloved Lefteris Papadopoulos, I learned the word MARKOUTSI, which as far as I can tell refers specifically to the mouthpiece and hose of the hookah, and comes from Persian through Turkish. English does not have a special word for this (yet).

μαρκούτσι < τουρκική markuç (τοπική διάλεκτος) < marpuç < περσική مارپيچ (mārpīc)

Yet another name for the Roma...

THis is from a song called FEDERICO GARCIA LORCA, and I need to find out why there are so many references to gypsies in it that I learned a fourth word in addition to γύφτος, τσιγγάνος, αθίγγανος, ρομα


κατσίβελος


Θηλ: η κατσιβέλα. Ο αθίγγανος. Ο γύφτος με καταγωγή από τη Βόρεια Ελλάδα.

Σε κάποιες περιοχές της χώρας ο πληθυντικός έχει μόνο θηλυκό και είναι άκλιτο ενώ γράφεται και προφέρεται κατσβέλ'.

alfamites

Ο φαντάρος που είναι σε υπηρεσία Ασφάλειας Μονάδος, στην πύλη του στρατοπέδου. Φοράει λευκό κράνος και λευκό περιβραχιόνιο με τα γράμματα Α.Μ

Στίχοι:  
Μάνος Ελευθερίου
Μουσική:  
Χρήστος Νικολόπουλος

Κάποιοι φίλοι μας τις νύχτες που τους λεν αλήτες
και μας βλέπουν και μας γνέφουν απ’ τους ουρανούς
έρχονται μες στα σκοτάδια σαν τους λωποδύτες
παίζουν και πονούν και μας τραγουδούν
τα κιτάπια τους που δεν τα πιάνει ο νους

Στων αγγέλων πάμε πάμε τα μπουζούκια
που είναι σαν τις μέρες τις βυζαντινές
πέταξε τα μαύρα τα γνωστά σου λούσα
και βάλε στην ψυχή σου ανθρώπινες φωνές

Κάποιοι άγνωστοι τις νύχτες χρόνια ισοβίτες
ψέλνουνε κάτι τραγούδια αγιασμένα πια
στου παράδεισου την πύλη σαν τους αλφαμίτες
τα τραγούδια τους και το χάδι τους
τα τραγούδια τους μας λεν και κλαιν σιγά

Στων αγγέλων πάμε πάμε τα μπουζούκια
που είναι σαν τις μέρες τις βυζαντινές
πέταξε τα μαύρα τα γνωστά σου λούσα
και βάλε στην ψυχή σου ανθρώπινες φωνές

Κάποιοι φίλοι μας τις νύχτες...
...
παίζουν και πονούν και μας τραγουδούν
τα μεράκια τους που δεν τα πιάνει ο νους

Tuesday, June 4, 2013

Μuzzle

Φιμώνω -- to muzzle, and metaphorically to silence. Heard this in the church's response to the antiracism law--fears it will "muzzle" priests at the pulpit...

Monday, May 13, 2013

Πελεκυς

So in my searching after the tool the bakery robber used, I stumbled upon a new, but actually older, alternative word for τσεκούρι (axe), πέλεκυς, which is obviously where πελεκούδι, wood chips, comes from, and is itself surely derived from πελεκώ, to chop chisel or hew, and which we know from the proverb ανθρωπος αμόρφωτος ξύλον απελέκητο, i.e. a person who is uneducated is like unchiseled wood. 

Scalpel

Νυστέρι --  learned this one while looking up the meat cleaver/hatchet word.

μπαλτάς

Sadly there have been robberies at bakeries in Cyprus, a string of them, and the robber always carried a balTAS, which according to all the dictionaries I've checked is either  a meat cleaver or a hatchet:

when I found the news story online, I discovered that baltas was in parentheses, while the text said "large knife," so I guess it wasn't a hatchet, but rather the above. Νews story. Now the words for cutting tools that I know are: σουγιάς, σιγατσάκι, μαχαίρι, λάμα

Wednesday, May 8, 2013

προσδίδω ~ attach, assign, ascribe

Listening to the news regarding the Tsohatzopoulos trial--defense claims that the prosecution is trying to assign/attach political character to the prosecution.

Sunday, April 21, 2013

Greek sailor-talk for syphilis: "French malaise," malafrantza


μαλαφράντζα < ιταλική male di Franciaαρρώστια της Γαλλίας
μαλαφράντζα θηλυκό
  • (παρωχημένο) η σύφιλη ή «γαλλικόν πάθος»
    Νικολίδου Ιωάννου του Πίνδου, ιατρού, "Ερμηνεία περί του πώς πρέπει να θεραπεύεται το Γαλλικόν Πάθος, ήγουν η Μαλαφράντζα", Βιέννη, 1794.
    Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα, / την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο. (ΠΙΚΡΙΑ Νίκος Καββαδίας 7-2-1975)

Friday, April 12, 2013

Saturday, March 16, 2013

πανέρι


panEHRee, a shallow straw basket with two handles. Apparently its etymology is Latin, panarium:

http://el.wiktionary.org/wiki/%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%AD%CF%81%CE%B9

heard the word in this song: 

Tuesday, March 5, 2013

παρεμφερής

similar, comparable. (paremferEESS)

παρεμφερής, -ης, -ες {παρεμφερούς} = αυτός που παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες προς κάποιον άλλον, ο παρόμοιος.

Ετυμολογία <παρ(α) +εμφερής (παρόμοιος)

Wednesday, February 27, 2013

Saturday, February 23, 2013

Καραμπόλα

caramBOLLah--pile up of cars in a multi vehicle accident OR
in billiards, when a player hits 2 other balls


καραμπόλα < from the ITalian word carambola

καραμπόλα θηλυκό
  1. η σύγκρουση πολλών οχημάτων με το ένα να προσκρούει πάνω το άλλο
  2. επιτυχημένο χτύπημα μπάλας στο μπιλιάρδο, που πραγματοποιείται όταν ο παίκτης με μία κίνηση χτυπάει τις δύο άλλες μπάλες


Sunday, February 17, 2013

latch


μάνταλο (mántalo) n,   plural μάντανα
  1. latchbolt (wooden or metal pin for securing something)

[edit]Declension

[edit]Related terms


from here: 

Saturday, February 16, 2013

Ιvory

I knew already that ivory was "elephant tooth" or ελεφαντόδοντο. THere is apparently a synonym of Turkish origin, but parallel in the word's structure, elephant+tooth, fildisi. 
φίλντισι < τουρκική fildişi από fil(ελέφαντας) + diş(δόντι) + i(κτητική κατάληξη)

Structuralism

For some reason, I found myself reading about the death of the author in Greek, and discovered that structuralism can be both στρουκτουραλισμός, structuralism phonetically put in Greek characters, and also δομισμός  (thomisMOSS), which uses the Greek word for structure, δομή, (thoMEE) and the ism suffix, too.

Interestingly, for poststructuralism they don't seem to bother with the Latin word, but just call it  μεταδομισμος (metathomisMOSS). 

Thursday, February 14, 2013

αδήριτος

αδήριτος -η -ο [aδíritos] Ε5 : που είναι σκληρός και αναπόφευκτος, κυρίως στις εκφράσεις αδήριτη ανάγκη: H αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης / της προσαρμογής κτλ. ~ νόμος: Ο ~ νόμος της ζωής / της φυσικής αιτιότητας κτλ.
[λόγ. < αρχ. ἀδήριτος]
http://en.glosbe.com/el/en/%CE%B1%CE%B4%CE%AE%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%BF%CF%82

invincible

Draft

I looked up "draft" as in of a piece of writing in gogole translate and it gave me προσχέδιο, but I've never heard it said in that context, so I can't be sure. Next time I have a greek person in front of me I'll ask. 

Βubonic plague

πανώλη, in this song, is in the context clearly Bubonic plague. Google translate, however, offers for the word also "swine," and "African horse." I don't have time to investigate why this could possible be, but I"d like to know. 

Tuesday, February 12, 2013

ταφτά

taffeta... How did I live this long without knowing its name, in either Greek or English? From this song: http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Translations&act=details&t_id=16587

Friday, February 8, 2013

cohesively

I knew the noun for cohesion before, συνοχή, but just learned the adverb, cohesively, συνεκτικά. same interview of Stai and Papakaliatis. 

επίκτητος

acquired, adoptive, learned... heard in Elli Stai's interview of Papakaliati... they were talking about emotions, some being acquired... don't remember exact context, but it's a good word.

http://www.ert.gr/webtv/net/item/10415-Christoforos-Papakaliaths-21-01-2013#.URWzoKXnN0g

Thursday, February 7, 2013

sloth

while the last post, νωχέλεια is indolence in the sense of laid back, quietude,
sloth in the negative sense has the word οκνηρία. 

οκνηρία
sloth, shiftlessness
βραδύπους
sloth
νωθρότης

νωχέλεια

indolence, quietude, nonchalance....

νωχέλεια θηλυκό μόνο στον ενικό
  1. η κατάσταση ή ιδιότητα του ατόμου που αποφεύγει κάθε πνευματική ή σωματική προσπάθεια λόγω αδιαφορίας ή ανίας
  2. ό,τι χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη κατάσταση ή ιδιότητα
  3. η βραδύτητα, η οκνηρία στο σώμα και στο νου.

[]Nuvola apps noatun.png Συγγενικές λέξεις