Sunday, December 15, 2013

τσίπα

τσίπα < σλαβική tsipa

Open book 01.svg Ουσιαστικό[]

τσίπα θηλυκό
  1. η πέτσα
  2. η κρούστα στην επιφάνεια ρευστών ή υγρών (γάλακτος, γιαουρτιού)
  3. λεπτός λιπώδης υμένας γύρω από τα σπλάχνα ζώου
  4. λεπτός λιπώδης υμένας στο πρόσωπο νεογέννητων
  5. (τριγωνικό) μαντίλι (κυρίως κεφαλομάντιλο) γυναικών, τσεμπέρι
    http://openarchives.gr/view/446618
  6. (μεταφορικά) το φιλότιμο, η ντροπή, η συστολή
    αυτός ο άνθρωπος δεν έχει τσίπα, μας κοροϊδεύει πρώτα και μετά κάνει ότι δε σ

No comments:

Post a Comment