Sunday, November 24, 2013

φύλαρχος

this word, which means "TRIBAL LEADER" came up of course with all the news about Afghanistan and its leaders. What fascinated me about it is that it could just as be the leader of a whole race, as --i'Ve doublechekced this -- there is only one word for tribe, clan, and RACE!

φύλαρχος < αρχαία ελληνική φυλή + ἄρχω

Open book 01.svg Ουσιαστικό[]

φύλαρχος αρσενικό
  1. ο αρχηγός μιας φυλής
  2. (μεταφορικά) ο αρχηγός μιάς μεγάλης ομάδας με κοινά χαρακτηριστικά
  3. στην αρχαία Αθήνα φύλαρχοι ονομάζονταν οι δέκα επικεφαλής του ιππικού και εκλέγονταν από κάθε μία από τις ισάριθμες φυλές

Ομώνυμα[]

Wednesday, November 13, 2013

Wednesday, November 6, 2013

Ιάχη / ιαχή

Ιάχη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Ιάχη (από το ρήμα ιάχω = κραυγάζω, φωνάζω, πρβλ. και την αρχαία και σημερινή λέξη «ιαχή») είναι γνωστή μια από τις Νύμφες που απάρτιζαν την ακολουθία της Περσεφόνης και έπαιζαν μαζί της. Η Νύμφη Ιάχη αναφέρεται στον Ομηρικό «`Υμνο στη Δήμητρα», και συγκεκριμένα στον στίχο 419.

battle cry nliteral (soldiers' rallying call)πολεμική ιαχή, πολεμική κραυγήουσ.θηλ.
rebel yell nUS (US Civil War: confederate battle cry)πολεμική ιαχή ουσ.θηλ.
Note: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Every time Josh gets drunk he starts in with those stupid rebel yells.
war crynliteral ([sth] shouted in battle to rally soldiers)πολεμική ιαχή ουσ.θηλ.
 Hungarian warriors used to shout the war cry "Huj, Huj, Hajrá!".
war crynfigurative (slogan used to rally support)μεταφορικάπολεμική ιαχή ουσ.θηλ.
 'No new taxes' became their war cry prior to the election.
 Is something important missing? Report an error or suggest an improvement.

Male animal that still has its balls

βαρβάτος -η -ο [varvátos] Ε3 : 1. (για αρσ. ζώο) που δεν είναι ευνουχισμένος: Bαρβάτο άλογο. ~ ταύρος. || (μτφ.): ~ άντρας, εύρωστος, στιβαρός· νταβραντισμένος. 2. που έχει ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις, που ξεχωρίζει σε κάποιο επάγγελμα, τέχνη, επιστήμη: ~ δικηγόρος / επιστήμονας / επιχειρηματίας. 3. για να δηλώσουμε μεγάλο μέγεθος, ένταση κ.ά.: Bαρβάτη περιουσία, μεγάλη, τρανταχτή. ~ καβγάς, ζωηρός, δυνατός. Δίνω εξετάσεις σ΄ ένα βαρβάτο μάθημα, που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια, δύσκολο. Bαρβάτη δουλειά / επιχείρηση,πολύ αποδοτική.
[ελνστ. βαρβᾶτος < λατ. barbatus `που έχει γένια (barba)΄ (δηλ. όχι ευνούχος)]

τσίφτης

τσίφτης ο [tsíftis] Ο11 θηλ. τσίφτισσα [tsíftisa] Ο27α : (λαϊκ.) 1. άνθρωπος πανέξυπνος, καπάτσος. || μάγκας2.2. άνθρωπος άψογος: α. στην εξωτερική του εμφάνιση. β. στη συμπεριφορά του· άνθρωπος εντάξει.
[αλβ. qift `γεράκι΄ -ης με προώθηση της άρθρ. [i > tsi] (για τη σημ. σύγκρ. σαΐνι τσίφτ(ης) -ισσα]

Μοre synonyms for MANGAS

Μόρτης, τσίφτης

Μπεσαλίκι

Μπεσαλίκι

μπεσαλίκι το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :μπεσα (μπέσα) -λίκι] το να είναι κάποιος μπεσαλής, να κρατάει το λόγο του, να είναι άξιος της εμπιστοσύνης των άλλων

how to translate? Truthiness? An aptitude for honesty? 

Αnother word for a man with dignity, refinement, and pride.

κιμπάρης ουδέτερο
  1. άρχοντας στους τρόπους, γαλαντόμος, ευγενής, με καλούς τρόπους, πολύ καθώς πρέπει, αξιοπρεπής, που κάνει τα οφειλόμενα ακόμα κι όταν του είναι δύσκολο, εντάξει στις υποσχέσεις και υποχρεώσεις του From this song.

I love all the detailed requirements here in slang.gr:
Άνθρωπος αξιοπρεπής - τζέντλεμαν, με την πραγματική έννοια. 

Ντόμπρος και λίγο βαρύς, χωρίς περιττά λόγια. 

Καλοντυμένος, ίσως και ακριβά ντυμένος, αλλά ποτέ επιδεικτικός.

Χωρίς μικρότητες, δεν τσιγκουνεύεται τα λεφτά. Δεν είναι απαραίτητα κονομημένος αλλά ξοδεύει γενναιόδωρα χωρίς όμως να κάνει επίδειξη.

Μια γυναίκα μπορεί να είναι κιμπάρισσαΈνα πράγμα - ρούχο, έπιπλο, κόσμημα - μπορεί να είναι κιμπάρικοΗ ιδιότητα του κιμπάρη είναι το κιμπαριλίκι - μια αρχοντιά, τέλος πάντω

Generic drug

Γενόσημο φάρμακο
Learned it, predictable, listening to Cyprus radio regarding health care reform.