Wednesday, October 21, 2015

σεκλέτι

σεκλέτι < τουρκική sıklet = βάρος, θλίψη, καημός < αραβική ثقلة, (thaqlat)

Open book 01.svg Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεκλέτι ουδέτερο
"από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στον ναργιλέ"
"...σεκλέτια διώχνει ο μπαγλαμάς..."

Thursday, October 8, 2015

fondle

χαμουρεύω... heard this word in this song ...  I didn't find an English translation but the slang.gr translations suggests fondle and foreplay. 

Monday, October 5, 2015

kif

kif

Αραβική λέξη που σημαίνει άνεση, μακαριότητα.

Open book 01.svg Ουσιαστικό[επεξεργασία]

kif (fr) αρσενικό άκλιτο

Αβαρία

Jettison -- complicated! From Mitropanos' 'Kif"

Tuesday, September 8, 2015

τρομολαγνεία

η ηδονή που αισθάνεται κάποιος, όταν προκαλεί τον τρόμο στους άλλους

Monday, August 3, 2015

αρμασμένος

Αρμάζω, αρμασμένος, -η: Αρραβωνιάζω, αρραβωνιασμένος, -η. Από το αρμόζω, ταιριάζω. Εκκλησιαστικός ψαλμός ακολουθίας γάμου, "Αρμοσον αυτούς..."

cypriot dialect word for engaged

Tuesday, July 28, 2015

μαρκούτσι

more hookah terminology

μαρκούτσι < τουρκική markuç (τοπική διάλεκτος) < marpuç < περσική مارپيچ (mārpīc)

 ουδέτερο

  1. ο σωλήνας του ναργιλέ με το επιστόμιο
  2. (οικείο) κάτι που έχει μακρόστενο σχήμα, συνήθως παρόμοιο με επιστόμιο, και δεν γνωρίζουμε το όνομά του ή το θεωρούμε άχρηστο αντικείμενο
    βγάλε αυτό το μαρκούτσι από το στόμα σου (στιλό, μολύβι, τσιγάρο κ.λπ.), για να καταλαβαίνω τι μου λες!

Friday, July 24, 2015

Κεμέρι

Κεμέρι
Η ζώνη, η πόρπη, αλλά και το κομπόδεμα, το πορτοφόλι, τα αποταμιευμένα χρήματα.
Μια λέξη που μνημονεύεται από τον Κολοκοτρώνη, όπως επίσης και από τον Καρκαβίτσα.


Ακούγεται στα τραγούδια: "Κεμάλ" (1960) 
Στίχ. Ν. Γκάτσος, μουσ.: Χατζιδάκις, ερμην.: Αλ. Καγιαλόγλου


" ...Στης Ανατολής τα μέρη
μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι,
μουχλιασμένο το νερό..."  <-- εκεί το άκουσα κι εγώ...

Sunday, July 19, 2015

παγανιά


παγανιά < → Η ετυμολογία λείπει.

Open book 01.svg Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παγανιά θηλυκό
  1. κυνήγι, αναζήτηση θηράματος
    Books-aj.svg aj ashton 01.svg συνώνυμα: παγάνα
  2. (μεταφορικά)
    ο Χάρος βγήκε παγανιά

Tuesday, July 14, 2015

Tuesday, July 7, 2015

λουβίζω

λουβίζω (Μ)
1. βγάζω τους κόκκουςξεκοκκίζω
2. μτφ. κλαίω με δάκρυα που μοιάζουν με κόμπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ< λοβός «κέλυφος τών οσπρίων»].

παννίζω

- ρήμα
χρησιμοποιώ κάτι (συνήθως κάποιο φόρεμα) για πρώτη φορά, συνήθως ρούχα ή παπο΄θτσια
πχ.
το πουκαμισον μου εν παννισιν

στα παλια χρονια αγοραζαν καινουρια ρουχα,παπουτσια μονο δυο φορες το χρονο Χριστουγεννα και Πασχα και τα φορουσαν ολα μαζυ για πρωτη φορα

Ετυμολογία:
παν νεον

τσουλούφι

Erika uses this word for Pumba's tuft of feathers on top of his head...

mop of hair nslang, figurative (thick hair) (μαλλιά)τσουλούφι ουσ ουδ
  τούφα ουσ θηλ
 The boy had a thick mop of hair.
wisp n(loose strand: of hair) (μαλλιών)τούφα ουσ θηλ
  τσουλούφι ουσ ουδ
 Sarah brushed a wisp of hair away from her face.
cowlick n(curl or tuft of hair)τούφα ουσ θηλ