Saturday, May 22, 2021

boodle

 

boodle

 noun

boo·​dle | \ ˈbü-dᵊl  \

Definition of boodle

1a collection or lot of persons CABOODLE
2abribe money
ba large amount especially of money

Read in an article about billionaires. 

Tuesday, May 18, 2021

squiffy

 drunk

καλαφατίζω

 caulk


καλαφατίζω [kalafatízo] -ομαι : (ναυτ.) γεμίζω τα διάκενα των αρμών με το κατάλληλο υλικό και τα στεγανοποιώ με πίσσα: Kαλαφάτισαν τη βάρκα με στουπί. || (λαϊκ.) για τη σεξουαλική πράξη.

Tuesday, May 11, 2021

γλοιώδης

 

slimy, mucilaginous, clammy


γλοιώδης -ης -ες [γlióδis] Ε11 : 1. που έχει υφή λιπαρή και που προκαλεί την αηδία. 2. (μτφ. για πρόσ.) που η συμπεριφορά του είναι ύπουλη, χυδαία και αναξιοπρεπής: Γλοιώδες υποκείμενο. ~ χαρακτήρας. Γλοιώδες χαμόγελο. (seems like it's kind of the same as "slimy")

[λόγ. < ελνστ. γλοιώδης `με λιπαρό κατακάθι΄, αρχ. σημ.: `κολλώδης΄]

κωλυσιεργία

  • παρεμβάλλω σκόπιμα εμπόδια για προσωπικό όφελος και ταυτόχρονα καθυστερώ τη διεξαγωγή εργασιών ή διαδικασιών

 

ΑγγλικάΕλληνικά
procrastination n(delaying)καθυστέρηση, κωλυσιεργία ουσ θηλ
  αναβολή ουσ θηλ
  αναβλητικότητα ουσ θηλ
  χρονοτριβή ουσ θηλ
 Simon's procrastination caused us to miss the deadline.
 Η αναβλητικότητα του Σάιμον είχε ως αποτέλεσμα να μην προλάβουμε την προθεσμία.
stonewalling nfigurative (delaying or evasive tactics)κωλυσιεργία ουσ θηλ
 Toby's stonewalling makes him difficult to work with.
obstructionism n(deliberate hindrance)κωλυσιεργία ουσ θηλ
filibuster nUS (delaying legislation)κωλυσιεργία ουσ θηλ
 The bill was ultimately defeated by a filibuster.
 Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.



δήμευση

 confiscation, requesition, sequestration




αμφιλεγόμενος

"αμφιλεγόμενα σημεία" heard here: 



επίσης έμαθα τους όρους "συνταγματική μοναρχία" vs. "απολυταρχική μοναρχία"

Tuesday, May 4, 2021

βιοπορίζομαι

εξασφαλίζω τα απαραίτητα προς το ζην με την προσωπική μου εργασία

from this article

συγχρωτισμός

  στενή επαφή προσώπων στον ίδιο χώ ρο και γενικότερα, επικοινωνία, συναναστροφή: Tα παιδιά να αποφεύγουν το συγχρωτισμό με ασθενείς. Ο ~ μας με τους γειτονικούς μας λαούς δε μας άφησε ανεπηρέαστους.

Monday, May 3, 2021

αποχαύνω

αποχαύνω

αποβλακώνω, παραλύω

 

χαύνος

χαλαρός, πλαδαρός, άτονος, νωθρός


languorous, flaccid, languid


etymology from chaos

κατατάσσω

"ήμουν στη χαραμάδα μεταξύ λαϊκού και ροκ" λέει ο Πορτοκάλογλου όταν η Γλυκερία λέει ότι η μουσική του είναι πολύ σύνθετη και προτότυπη για να την κατατάξει κανείς. Απάντά λοιπόν ο Πορτοκάλογλου "αυτό ήταν το πρόβλημα, οτι δεν μπορούσαν να με κατατάξουν." 


συνώνυμα -- ταξινομώ

English: Classify