Sunday, December 18, 2011

μπεχλιβάνης ~ strong, brave man


μπεχλιβάνης < τουρκική pehlivan < περσική پهلوان (pahlavān, αθλητής, πρωταθλητής, ήρωας)

[]Open book 01.svg Ουσιαστικό

μπεχλιβάνης αρσενικό και πεχλιβάνης


check out the circular etymology!

γκιόσα ~ female goat with black back and white belly, which has given birth at least once


γκιόσα < ρουμανική, ghes (μαύρη γίδα με καστανές ρίγες)

[]

γκιόσα θηλυκό
  1. γίδα με μαύρη ράχη, άσπρη κοιλιά και λευκές ρίγες στο πρόσωπο
  2. (μειωτικά) γυναίκα με γέρικη και άσχημη εμφάνιση


Γκιόσα (η): Η γίδα με μαύρο σώμα και άσπρη κοιλιά.

Thursday, December 15, 2011

Tuesday, December 6, 2011

ντουμάνι ~ smoke that fills a room and suffocates its occupants

ντουμάνι το [dumáni] Ο44 : (οικ.) πυκνός καπνός που δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα: Bγάζει ~ αυτός ο καπνοδόχος. Mας γέμισες ~ με τα τσιγάρα. ~ έγινε εδώ μέσα

ριπή ~ volley (from weapon)


Friday, December 2, 2011

τραυλίζω ~ stammer


τρεκλίζω ~ stagger


τρεκλίζωdrive turkeys to the market. Δείτε επίσης: dodder. Δείτε επίσης: drive. Δείτε επίσης:falter. Δείτε επίσης: lurch. Δείτε επίσης: reel. Δείτε επίσης: shamble. Δείτε επίσης:stagger. Δείτε επίσης: teeter. Δείτε επίσης: totter

αναφυλαξία ~ anaphylactic shock

οξεία αλλεργική αντίδραση στην οποία μπορεί να συμμετέχει όλο το ανθρώπινο σώμα. Μπορεί να προκαλέσει αναπνευστικά προβλήματα