Wednesday, November 6, 2013

Αnother word for a man with dignity, refinement, and pride.

κιμπάρης ουδέτερο
  1. άρχοντας στους τρόπους, γαλαντόμος, ευγενής, με καλούς τρόπους, πολύ καθώς πρέπει, αξιοπρεπής, που κάνει τα οφειλόμενα ακόμα κι όταν του είναι δύσκολο, εντάξει στις υποσχέσεις και υποχρεώσεις του From this song.

I love all the detailed requirements here in slang.gr:
Άνθρωπος αξιοπρεπής - τζέντλεμαν, με την πραγματική έννοια. 

Ντόμπρος και λίγο βαρύς, χωρίς περιττά λόγια. 

Καλοντυμένος, ίσως και ακριβά ντυμένος, αλλά ποτέ επιδεικτικός.

Χωρίς μικρότητες, δεν τσιγκουνεύεται τα λεφτά. Δεν είναι απαραίτητα κονομημένος αλλά ξοδεύει γενναιόδωρα χωρίς όμως να κάνει επίδειξη.

Μια γυναίκα μπορεί να είναι κιμπάρισσαΈνα πράγμα - ρούχο, έπιπλο, κόσμημα - μπορεί να είναι κιμπάρικοΗ ιδιότητα του κιμπάρη είναι το κιμπαριλίκι - μια αρχοντιά, τέλος πάντω

No comments:

Post a Comment