Thursday, February 7, 2013

νωχέλεια

indolence, quietude, nonchalance....

νωχέλεια θηλυκό μόνο στον ενικό
  1. η κατάσταση ή ιδιότητα του ατόμου που αποφεύγει κάθε πνευματική ή σωματική προσπάθεια λόγω αδιαφορίας ή ανίας
  2. ό,τι χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη κατάσταση ή ιδιότητα
  3. η βραδύτητα, η οκνηρία στο σώμα και στο νου.

[]Nuvola apps noatun.png Συγγενικές λέξεις

No comments:

Post a Comment