Saturday, October 11, 2014

idol/icon

ίνδαλμα ουδέτερο
  1. πρόσωπο που λειτουργεί ως πρότυπο, που φαντάζει ως ιδανικό
    αυτός ο μουσικός της ροκ ήταν το ίνδαλμα της νεολαίας τη δεκαετία του '60

seducer

ξελογιαστής


ξελογιαστής < ξελογιάζω + -της

Open book 01.svg Ουσιαστικό[]

ξελογιαστής αρσενικόξελογιάστρα θηλυκό
  1. αυτός που ξελογιάζει, που παρασύρει
ξελογιάζω < μεσαιωνική ελληνική ξελαγιάζω και ξελογιάζουμαι < αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως απο το ξε και λόγος ή λαγός

Open book 01.svg Ρήμα[]

ξελογιάζω (παλιότερα και ξελαγιάζω
  1. γοητεύω κάποιον και τον κάνω να χάσει τα λογικά του
    Από την Ελλάδα τη φέρανε, που κληρονόμησε από την Εύα, ξελάγιασε τα κορίτσια. (Αργ. Εφταλιώτης, Φυλλάδες του Γεροδήμου)