Thursday, June 7, 2018

αρωγή

αρωγή η [arojí] Ο29 : (λόγ.) βοήθεια, συνήθ. οικονομική: Tα άπορα και ηλικιωμένα άτομα έχουν ανάγκη από την κρατική ~. Tαμείο αρωγής, ασφαλιστικό ταμείο. Δικαστική ~, δικαστική συνδρομή.
[λόγ. < αρχ. ἀρωγή `βοήθεια (όχι οικονομική)΄]

Στόκος

 α. stucco
β. χαρακτηρισμός για άνθρωπο βλάκα.





προσκομίζω

I present documentation as evidence.