Saturday, January 22, 2022

ξεπαστρεύω

 ξεπαστρεύω [ksepastrévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) σκοτώνω, αφανίζω: H επιδημία κόντεψε να ξεπαστρέψει ολόκληρο το χωριό. Tον απείλησαν ότι θα τον ξεπαστρέψουν. Bάλαμε φάρμακο για να ξεπαστρέψουμε τις κατσαρίδες.

Read it in Smyrni:



Friday, December 17, 2021

Μπαρόβιος

 Αυτός που περνάει μεγάλο μέρος από τη ζωή του στα μπαρ.

- Ο Μήτσος βρωμάει ουίσκυ ή μου φαίνεται; Αλκοολικός είναι;
- Μπα! Μπαρόβιος είναι!

Same interview with Nikolopoulos

ευήλιο

sunny

 listening to an interview with Christos Nikolopoulos, he said he always had pets, even when he was younger and living in an apartment. Now that he's one of the most successful composers in modern Greek history, he can afford a sunny (ευήλιο) house with a yard, and his dogs are happier than ever. 

Tuesday, December 14, 2021

fare

Anna used this to denote a paying passenger on a public conveyance and acknowledged that it's UK usage.