Thursday, February 14, 2013

αδήριτος

αδήριτος -η -ο [aδíritos] Ε5 : που είναι σκληρός και αναπόφευκτος, κυρίως στις εκφράσεις αδήριτη ανάγκη: H αδήριτη ανάγκη της επιβίωσης / της προσαρμογής κτλ. ~ νόμος: Ο ~ νόμος της ζωής / της φυσικής αιτιότητας κτλ.
[λόγ. < αρχ. ἀδήριτος]
http://en.glosbe.com/el/en/%CE%B1%CE%B4%CE%AE%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%BF%CF%82

invincible

No comments:

Post a Comment