Saturday, October 11, 2014

idol/icon

ίνδαλμα ουδέτερο
  1. πρόσωπο που λειτουργεί ως πρότυπο, που φαντάζει ως ιδανικό
    αυτός ο μουσικός της ροκ ήταν το ίνδαλμα της νεολαίας τη δεκαετία του '60

seducer

ξελογιαστής


ξελογιαστής < ξελογιάζω + -της

Open book 01.svg Ουσιαστικό[]

ξελογιαστής αρσενικόξελογιάστρα θηλυκό
  1. αυτός που ξελογιάζει, που παρασύρει
ξελογιάζω < μεσαιωνική ελληνική ξελαγιάζω και ξελογιάζουμαι < αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως απο το ξε και λόγος ή λαγός

Open book 01.svg Ρήμα[]

ξελογιάζω (παλιότερα και ξελαγιάζω
  1. γοητεύω κάποιον και τον κάνω να χάσει τα λογικά του
    Από την Ελλάδα τη φέρανε, που κληρονόμησε από την Εύα, ξελάγιασε τα κορίτσια. (Αργ. Εφταλιώτης, Φυλλάδες του Γεροδήμου)

Saturday, September 6, 2014

χαϊβάνι

literally: animal
figuratively: idiot.
https://www.youtube.com/watch?v=axd-LEI0sR0&index=3&list=PL10E15AB3445659A9

Saturday, August 9, 2014

ζοχάδα

ζοχάδα θηλυκό
  1. η αιμορροΐδα oh, that's hemorrhoid in Greek, whence the English comes.
  2. η κακή διάθεση που εκδηλώνεται με εκνευρισμό

Wednesday, August 6, 2014

γιαγκίνι

γιαγκίνι < τουρκική yangın

Open book 01.svg Ουσιαστικό[]

γιαγκίνι ουδέτερο
  1. πυρκαγιά
    σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι / στο ντουνιά δεν έχει γίνει (παραδοσιακό τραγούδι)
  2. έντονο ερωτικό πάθος

Τουμπεκί

 Τουμπεκί (τουρκ. tömbeki) λέγεται ο καπνός που χρησιμοποιούν στον αργιλέ. Στα καφενεία μέχρι τον μεσοπόλεμο ήταν διαδεδομένος ο αργιλές. Εκεί το τουμπεκί το έκοβε ο παρασκευαστής του, ο «ταμπής», σε πολύ μικρά κομμάτια. Ο βαθμός στον οποίο το «ψιλοέκοβε» φανέρωνε την τέχνη του, έτσι ώστε όσο πιο ψιλοκομμένο ήταν το τουμπεκί τόσο καλύτερη θεωρούνταν η ποιότητά του.

Κάνω τουμπεκί ή τουμπεκί ψιλοκομμένο ή τουμπέκα = κάνω μόκο, το βουλώνω, σκάω.

(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).
- Μπάμπη μου, να πάρουμε και τζατζίκι;
- Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.
Από:  javaneze την: 01/09/06
 
Σχόλια [19]
(25/07/08)
poniroskylo
Τömbeki στα Τούρκικα είναι ο καπνός που μπαίνει στο ναργιλέ. Και, ως γνωστόν, οι σοβαροί καπνίζουν ναργιλέ χωρίς να μιλάνε.

toubeki, from turkish, tobacco that goes in the narghile/ hookah. also slang use "make toubeki" means keep quiet because you can't smoke hookah and talk a t the same time 

ζαρκάδι

ελάφι deer

Tuesday, August 5, 2014

σποδός

σποδός < αρχαία ελληνική σποδός

ASH

FROM THE FUNERAL SERVICE

  1. η τέφρα από το σώμα ενός νεκρού που αποτεφρώθηκε
  2. η ηφαιστειακή τέφρα
    η Πομπηία θάφτηκε κάτω από την ηφαιστειακή σποδό του Βεζούβιου
    οι περιηγηταί παρατηρούσι πολλάκις βροχάς ερυθράς σποδού

Sunday, July 20, 2014

ατασθαλία

θηλυκό

Αλισβερίσι

Το αλισβερίσι ή αλισιβερίσι είναι δημώδης ελληνική έκφραση που προέρχεται από καθ΄ αυτή τούρκικη σύνθετη λέξη εκ του «αλίς» που σημαίνει λαβείν και «βερίς» που σημαίνει το αντίστοιχο ελληνικό «δούναι». Κατά λέξη σημαίνει ληψοδοσία, αλλά στην ελληνική μετάφραση αντιστρέφονται οι όροι και λέγεται «δοσοληψία» και κατ'επέκταση «δούναι και λαβείν».

Στη γλώσσα των συναλλασσομένων σημαίνει γενικά την εμπορική κίνηση: Δεν έχει αλισβερίσι (=δεν υπάρχει κίνηση), δεν υπάρχει δουλειά.

Thursday, July 17, 2014

Swallow -- metaphorically

χάβω < μεσαιωνική ελληνική χάπτω < αρχαία ελληνική κάπτω (αρπάζω και καταπίνω πεινασμένα)

 Ρήμα

χάβω και χάφτω, , παρατ.: έχαβαστιγμ. μέλλ.: θα χάψωαόρ.έχαψα
  1. καταπίνω κάτι αμάσητο, λαίμαργα, πεινασμένα
  2. (συνεκδοχικάαποδέχομαι μια λανθασμένη ή παραπλανητική άποψη χωρίς να την επεξεργαστώ, δηλαδή με αφέλεια
    το είπα πειστικά, αλλά αυτός δεν το έχαψε


σλανγ¨

χάβω, χάφτω

Ορισμός:10
Λήμμα:10
Πιστεύω αβίαστα κάτι που μου λένε, χωρίς να επαληθεύω μέσω πηγών ή επιχειρημάτων. Είμαι ευκολόπιστος.

Ο όρος αποτελεί κλασική, παλαιά σλανγκ, που χρησιμοποιείται συνήθως με την αντωνυμία «το» (το 'χαψα).
- Αλήθεια σου λέω. Μου είπε ότι αγόρασε σκάφος.
- Άντε ρε, μια μαλακία σου είπε για να σε δουλέψει και εσύ το 'χαψες!

Sunday, July 13, 2014

κουσκουσάρης

When I was little I used to read the localy Cypriot TV magazine, and always wondered what "kous kous" was -- clearly, it wasn't the food (pligouri, bulgar wheat) that they meant.

Finally I realized it's from a written represntation of the spoken "kous?" "have you heard," metonymic of "gossip."

Today I learned that a person who gossips is a kous-kous-er...



interactive

since reactive is αντιδραστικός, it makes sense that interactive is διαδραστικός. Ι didn't' find out until today, while reading Greek Literature anthologies online. 

καζούρα

καζούρα θηλυκό
  1. ομαδική κοροϊδία εις βάρος κάποιου

the wikipedia says this word means "group banter at a particular person's expense." The context of a Xaroulis concert suggests, however, that it's a kazoo...

φλαμουριά


It's a "silver linden." I thought I knew "Linden" was filyra, but apparently there are either regional differences in terminology or they are slightly different plants. Greek wikipedia says they are synonymous and τίλια is also, which is the same as the GENUS. Will figure it out some other time. For now, here's the song that has flamouria:
 φλαμούρι + -ιά < ελληνιστική κοινή φλάμμουλα < λατινική flammula


μεταφραστικό δάνειο

it's clear this means "translation loan word" but I'd never heard it before until I looked up the spelling of

εις το επανιδείν = au revoir

Saturday, July 12, 2014

shipyard

Ταρσανάς is a Byzantine word for shipyard, which I learned from this song written by Manos Eleftheriou: 

Sunday, June 29, 2014

paranga

παράγκα < μεσαιωνική ελληνική μπαράκα < ιταλική baracca < ισπανική barraca
 from medieval greek, from italian, from spanish, a hut or otherwise humble dwelling. Noted in the album title of Mitropanos's Stou Aiona tin Paranga. 

Saturday, May 31, 2014

χαριτόβρυτος

χαριτόβρυτος
  1. (ειρωνικά) χαριτωμένος

used about/against Andreas Pitsillides, whom I was looking up because he was the only theologian who questioned the church's official statement that homosexuality was an illness. 

Saturday, May 17, 2014

βούργια

θηλυκό

Thursday, May 15, 2014

Tuesday, March 25, 2014

πυγολαμπίδα - firefly

colloquial term (!!) "κωλοφωτιά," fire-butt

forge (iron or relationships)

σφυρηλατώ [sfirilató] -ούμαι Ρ10.9 : 1.κατεργάζομαι, με το χέρι ή με μηχανή, ένα κομμάτι ελατού μετάλλου με σφύρα: Σφυρηλατημένο σίδερο. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα, μέσα από μακροχρόνιες διαδικασίες και σκληρές δοκιμασίες: Άρρηκτοι δεσμοί έχουν σφυρηλατηθεί ανάμεσα στους λαούς. β.διαμορφώνω τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ενός ατόμου ύστερα από επίπονη διαδικασία άσκησης: H νεολαία σφυρηλατείται μέσα στους κοινωνικούς αγώνες.

unstable, due to lack of education or due to natural idiosyncracy

ανερμάτιστος -η -ο [anermátistos] Ε5 : (λόγ.) 1. (για πλοίο) που δεν έχει έρμα, σαβούρα: Aνερμάτιστο καράβι. 2. (μτφ.) α. που είναι ασταθής και ευμετάβολος: α1. από έλλειψη γνώσης ή παιδείας. α2. από ιδιοσυγκρασία· άστατος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. β. (ιδ. για επιστήμονες) που έχει ελλιπή μόρφωση· ακατάρτιστος: ~ φιλόλογος / ψυχολόγοςανερμάτιστα ΕΠIΡΡ.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνερμάτιστος· 2: ελνστ. σημ.]

Monday, March 24, 2014

cannon corbel

κιλλίβαντα 

κιλλίβαντας ο [kilívandas] Ο5 : βάση πυροβόλου, κινητή επάνω σε τροχούς. 
[λόγ. < αρχ. κιλλίβας, αιτ. -αντα`ονομασία μέρους του άρματος΄]
the base of a cannon that moves on wheels -- corbel for a weapon?!

subterfuge

  • υπεκφηγή = evasion, subterfuge

  • το να αποφεύγεις να τοποθετηθείς σε ένα ζήτημα ή να απαντήσεις ξεκάθαρα σε μια ερώτηση

heard the word at the funeral of Tasos Mitsopoulos, claiming he wasn't a typical politician who used these evasions and subterfuges. 

Sunday, March 23, 2014

par brise - windshield

I knew the term ανεμοθώρακας for windshield but now I learned  a second: par brise, παρμπρίζ

Saturday, March 22, 2014

Καμβάς

I just learned that I was wrong in hearing the Greek word for canvas as canVASS. It's kamvas, camVASS. With an m sound. This isn't that important but it's surprising. The etymology is that Greek got the word from French, which originally got it from the Greek for cannabis. Or soemthing. 

Sunday, January 19, 2014

αθυρόστομο

αθυρόστομο (aθi'rostomoουδέτερο 
επίθετο
που χρησιμοποιεί τολμηρές εκφράσεις στο λόγο του

τσιφούτης

τσιφούτης < τουρκική çıfıt (απατεώνας, εκμεταλλευτής) < Çıfıt (Εβραίος)

τσιφούτης αρσενικό

  1. ο τσιγκούνης που θέλει μόνο να μαζεύει λεφτά εκμεταλλευόμενος τους άλλους

Friday, January 17, 2014

μπανιστήρι

μπανιστήρι το [banistíri] Ο44 : (οικ.) το να παρακολουθεί κάποιος, συνήθ. απαρατήρητος, πράξεις ή γενικά θέαμα που του προκαλεί σεξουαλικό ενδιαφέρον: Πήγε στη θάλασσα όχι για να κολυμπήσει αλλά για να κάνει~.
[μπανισ- (μπανίζω) -τήρι]

μουρόχαυλος

μουρόχαβλος, μουρόχαυλος

Λέγεται συνήθως για άτομα που έχουν χαμηλή κοινωνικότητα ή/και αδυνατούν να συμμετάσχουν ουσιαστικά στην οποιαδήποτε συζήτηση που απαιτεί μια κάποια συνοχή σκέψης/λόγου, τα οποία γίνονται αντικείμενο εμπαιγμού τις περισσότερες φορές σε μία παρέα.
- Τι μουρόχαυλος που είναι αυτός ο Μπάμπης ρε; Του την έπεφτε ένα γκομενάκι φίνο χτες στο μπαρ και όταν πήγε να της μιλήσει, το τι μαλακίες είπε δεν περιγράφεται.

mourOhavlos: someone who has weak social skills and/or has trouble making substantive contributions to any conversation that demands logical thought, and who as a result becomes an object of ridicule by the more articulate parts of a social group.

ντουχιουντίζω

ντουχιουντίζω < σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι, προβληματίζομαι, συλλογίζομαι, αναρωτιέμαι, ξεμετρώ το νου

douhouDEEZo: reflect on, mull over

From α Cretan Christmas carol: 

Thursday, January 16, 2014

αμάδες

Οι «αμάδες» είναι πανάρχαια αθλοπαιδιά που έφθασε μέχρι τις μέρες μας με πολλές παραλλαγές. Κύρια μορφή της ομαδικής αυτής αθλοπαιδιάς είναι η με πεπλατυσμένο λίθο σε μορφή δίσκου και μεγέθους παλάμης «αμάδα», που με σύρσιμο επί του εδάφους επιχειρείται η εύστοχη σημάδευση και κρούση σ΄ εκείνη του αντιπάλου.
Σύγχρονη εξέλιξη αυτής της αθλοπαιδιάς είναι το μπιλιάρδο, το μπόουλινγκ,[εκκρεμεί παραπομπή] αλλά και άλλα παρεμφερή που παίζονται όπως και το μπιλιάρδο σε λεία όμως τράπεζα.
https://www.youtube.com/watch?v=1FELRoBj7aA

Saturday, January 4, 2014

πλεκτάνη

πλεκτάνη θηλυκό
  1. κάτι που είναι σχεδιασμένο για να μας εξαπατήσει και να μας παγιδεύσει
  2. δολοπλοκία


fabrication, framing