Wednesday, November 6, 2013

Μπεσαλίκι

Μπεσαλίκι

μπεσαλίκι το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :μπεσα (μπέσα) -λίκι] το να είναι κάποιος μπεσαλής, να κρατάει το λόγο του, να είναι άξιος της εμπιστοσύνης των άλλων

how to translate? Truthiness? An aptitude for honesty? 

No comments:

Post a Comment