Saturday, November 17, 2012

lighting chains

λαμπιόνια, see song in previous post

ιμάντας

imandas: belt associated with machine. Apparently an ancient Greek word, whcih is confusing because what belted machines were there in antiquity?

some uses:


Πιστεύω ότι είμαι ένας από τους λίγους σε αυτό το Κοινοβούλιο που έχουν εργαστεί σε ιμάντα συναρμολόγησης αυτοκινήτων. 
http://www.europarl.europa.eu/
I believe I am one of the few members of this Parliament to have stood beside a production line and assembled cars. 
http://www.europarl.europa.eu/
Last Update: 2012-02-28
Subject: Social Science
Usage Frequency: 2
Quality:  Be the first to vote
Tα ζώα υποβαθμίζονται σε μαζικά προϊόντα, σε ζωντανούς ιμάντες παραγωγής. 
http://www.europarl.europa.eu/
It degrades animals into mass products, living conveyor belts. 
http://www.europarl.europa.eu/
Last Update: 2012-02-28
Subject: Social Science
Usage Frequency: 2
Quality:  Be the first to vote
Η παραγωγή βοείου κρέατος δεν μπορεί να παρομοιαστεί με εργοστάσιο παραγωγής λαμπτήρων, και ο Επίτροπος γεωργίας δεν είναι επιστάτης να σταματάει τον ιμάντα και να ακινητοποιούνται όλα τα γρανάζια. 
http://www.europarl.europa.eu/
Beef and veal production is not akin to a light-bulb factory and the agricultural Commissioner is not a foreman who can turn off the production line and watch everything grind to a halt. 

τσέρκι


τσέρκι < ιταλική cerchi (πληθυντικός του αρσενικού cerchio, που θεωρήθηκε ουδέτερο στ

τσέρκι ουδέτερο
  1. μεταλλικό στεφάνι που συγκρατεί τα ξύλα των βαρελιών
  2. βιομηχανοποιημένος ημίσκληρος πλαστικός ιμάντας που χρησιμοποιείται για δέσιμο και σφίγγεται με μηχάνημα
  3. (κατ' επέκταση) το μηχάνημα που σφίγγει το τσέρκι (2)

hoop ("metal ring that holds together the wood strips of barrels"), stirrup, strap
industrial semihard plastic whcih is used to hold and squeeze the belt (Imad)... NOT sure what this means.

The word search was prompted by a great song!



Στίχοι:  
Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική:  
Γιάννης Σπανός

Επειδή σ΄ αγαπώ
ως και οι πέτρες ανθίζουν στη γλάστρα
επειδή σ΄ αγαπώ
το φεγγάρι φιλιέται με τ΄ άστρα
επειδή σ΄ αγαπώ
σ΄ αγαπώ γράφω σ΄ όλους τους στίχους
επειδή σ΄ αγαπώ
ξαγρυπνώ στης καρδιάς σου τους ήχους

Επειδή σ΄ αγαπώ
τα φτερά ξαναράβω στους ώμους
επειδή σ΄ αγαπώ
ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους
και φωνάζω στους δρόμους
σ΄ αγαπώ

Επειδή σ΄ αγαπώ
τα λαμπιόνια του ο ήλιος ανάβει
επειδή σ΄ αγαπώ
το κρεββάτι μας είναι καράβι
επειδή σ΄ αγαπώ
το ταξίδι αυτό δεν τελειώνει
επειδή σ΄ αγαπώ
τούτη η λέξη ποτέ δε παλιώνει

Επειδή σ΄ αγαπώ
τα φτερά ξαναράβω στους ώμους
επειδή σ΄ αγαπώ
ξαναβγαίνω με τσέρκι στους δρόμους
και φωνάζω στους δρόμους
σ΄ αγαπώ


In January 2013 I heard the word tserki in this song: 

this metal hoop around barrels is a popular word!

Friday, November 16, 2012

χοάνη

hopper, crucible, funnel (seems like an industrial-use funnel... has one letter more than the word for cone)

αποθήκευση ή μεταφορά διάφορων υλικών. 2. (ανατ.) για κοιλότητες του σώματος που έχουν σχήμα χοάνης: Οι χοάνες της μύτης. 3. (μτφ.) τόπος όπου συναντιούνται και συγχωνεύονται λαοί και πολιτισμοί: H αρχαία Aλεξάνδρεια υπήρξε μια τεράστια ~.

τσαλιμάκι

 
τσαλιμάκι -> trick, wile, affected manner, jig, teasing

funny how many words there are for in both languages for things like this. Lots of words this month! I heard this in a song I have known for twenty years, but never looked up the word: Stella by Papakonstantinou


τσαλιμάκι το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τσαλιμ(τσαλίμι) -άκι] υποκοριστικό του τσαλίμι, το χαριτωμένο τσαλίμι.
http://www.livepedia.gr/index....%CE%B9%CE%BC%CE%AC%CE%BA%CE%B9

τσαλίμι το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τσαλιμ(τουρκ. λ. calim = επίδειξη) -ι]
η επιδέξια, η επιτηδευμένη κίνηση στο χορό
το νάζι, το σκέρτσο, το κούνημα, η μαργιολιά: απόσπασμα από το έργο του Βάρναλη "Το φως που καιεί" "όλη τσιτσίδι, πίσω μπρος, κάνεις ανείπωτα τσαλίμια"

http://www.translatum.gr/forum/index.php?PHPSESSID=db162b9daef536647e5aaedd520888da&topic=213466.0#ixzz2COnnk0Dz

Thursday, November 15, 2012

προμετωπίδα ~ Frontispiece


Η προμετωπίδα είναι συγκεκριμένο διακοσμητικό στοιχείο που χρησιμοποιούσαν οι τυπογράφοι από την εποχή του μεσαίωνα. Ο όρος ήταν καταρχήν αρχιτεκτονικός, αλλά χρησιμοποιήθηκε περισσότερο στην τυπογραφία και την τέχνη της διακόσμησης του βιβλίου[1]
Συγκεκριμένα, είναι εικονογράφηση που γεμίζει τη δεύτερη σελίδα και προηγείται της σελίδας που φέρει τον τίτλο του βιβλίου. Στην πρώτη σελίδα τυπώνεται ο σύντομος τίτλος του βιβλίου, χωρίς υπότιτλο, συγγραφέα και λοιπά στοιχεία, ενώ στην επόμενη σελίδα, την αντικρινή της προμετωπίδας εκτυπώνεται ο πλήρης, επεξηγηματικός τίτλος, με συγγραφέα, χρονολογία έκδοσης, τυπογράφο και άλλα στοιχεία[2].
Ως προμετωπίδες χρησιμοποιούνταν εξέχοντα δείγματα χαρακτικής τέχνης, ειδικά σε Βίβλους και ακαδημαϊκά έργα[3].

Σημειώσεις-παραπομπές [Επεξεργασία]

  1.  Frontispiece στην Classic Encyclopedia
  2.  «frontispiece» στο The Free Dictionary.
  3.  Frontispiece στο Knowledgerush

i heard this in a program advocating for music education, in which culture was characterized as a "frontispiece" of civilization. 

Ο Τρυγητής

This is the title of the song from which I learned the word γητευτής. Its definition is apparently "vintager" and harvester. Oh, my trusty Greek-Greek dictionary tells me it's a seasonal/migrant worker specifically specializing in grape picking.


τρυγητής ο [trijitís] Ο7 πληθ. και τρυγητάδες θηλ. τρυγήτρα [trijítra] Ο25α : 1. εποχικός εργάτης που μαζεύει τα ώριμα σταφύλια από το αμπέλι. 2. (λαϊκότρ.) Tρυγητής, ο μήνας Σεπτέμβριος: Έφτασε ο Tρυγητής με τις βροχές του.
[ελνστ. τρυγητής (αρχ. τρυγητήρ τρυγη(τής) -τρα]

γητευτής ~ charmer

 
Thought I had posted this word before... doesn't seem like it... from ancient γόης, charmer. Oh, pronounced yee-tef-TEESS

Wednesday, November 14, 2012

αποχαυνωμένος

αποχαυνώνω < απο- + χαυνῶ

αποχαυνώνω, παθητικό αποχαυνώνομαι, παθητική μετοχή * αποχαυνωμένος

  • κάνω κάποιον χαύνο, τον φέρνω σε κατάσταση νωθρότητας και πλήρους αδράνειας, παραλύω τις σωματικές και διανοητικές δυνάμεις του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιδράσει
τον αποχαύνωσε τελείως η τηλεόραση

αποχαύνωση

αποχαυνωτικός

 Συνώνυμα

apo-hav-no-MEN-oss

rendered complacent, idiotic, passive, idle, languid, in a stupor

συμπαγής


συμπαγής m  (sympagís)   feminine συμπαγήςneuter συμπαγές
  1. solidmassive
  2. solidtubeless (tyre, tire)
  3. united (people)
Ι heard it on a news program with reference to the EU which was "united" (definition #3) in its decision to demand a certain... what else? austerity  measure.

Tuesday, November 13, 2012

σωσιβια λεμβος

life raft... saw this funny-sounding words a hundred times on boats in Greece, but heard it on the news for the first time today when they were talking about the flooding in Italy. 

Μπαϊράκι


flag bearer

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η λέξη Μπαϊράκι προέρχεται εκ της τουρκικής (bayrak) και αυτή εκ παραφθοράς εκ της περσικής: Μπαϊράκ (= Σημαία), που σημαίνει μικρό λάβαρο, ή σημαία μικρή, εξ ου και Μπαϊρακτάρης (= ο Σημαιοφόρος), και αυτό εκ παραφθοράς του μπαργιάκ + ντάρ (σημαία + ο φέρων).
Μπαϊράκια καλούνταν, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, ειδικοί στρατιωτικοί επισείοντες που χρησιμοποιήθηκαν έντονα από τα αντάρτικα σώματα, (όχι απ΄όλα), στην περίοδο τηςΕθνεγερσίας του 21¹, κυρίως ως διακριτικό ομάδων της κλεφτουριάς, αλλά και στα αρματολίκια.
Οι σημαντικότεροι οπλαρχηγοί και αγωνιστές, όπως ο Κολοκοτρώνης, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Ζαχαριάς, ο Βλαχάβας κ.ά. είχαν ο καθένας χαρακτηριστικό μπαϊράκι με ιδιαίτερα χρώματα ή γράμματα προκειμένου ν΄ αναγνωρίζονται μεταξύ τους τα υπ΄ αυτών ένοπλα σώματα. Το μπαϊράκι αυτό, ή και φλάμπουρο λεγόμενο, σήκωνε ο ανδρειότερος της ομάδας που ονομάζονταν μπαϊρακτάρης ή φλαμπουριάρης.
Με τον καιρό ο χαρακτηρισμός αυτός έγινε πατρωνυμικό επίθετο, (π.χ. Δημήτριος Μπαϊρακτάρης) και ονομασία περιοχών.
Πολλά κλέφτικα τραγούδια αναφέρονται τόσο στα μπαϊράκια και τα φλάμπουρα όσο και στις παντιέρες, όπως:
Εγώ μ΄ ο γέρος Όλυμπος, στο κόσμο ξακουσμένος
Έχω σαράντα δυό κορφές κ΄ εξήντα δυό βρυσούλες
Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης
........................................................................
Πούταν στους κάμπους φλάμπουρο και στις κορφές μπαϊράκι
...............................................................................
Μαύρο καράβι αρμένιζε στα μέρη της Κασσάντρας
είχε πανιά κατάμαυρα και τ΄ ουρανού παντιέρα.
........................................................................
  • (¹) Κατά την εθνεγερσία του 1821 διευκρινίζεται πως τα φλάμπουρα ήταν συνήθως μονόχρωμα και ελάχιστα δίχρωμα υφασμάτινα σήματα, κατά το βυζαντινό φλάμουλο, (εκ του λατινικού flammulum) που έφεραν σταυρό και είχαν τριγωνικό σχήμα δηλαδή της φλόγας. Μ΄ αυτά παρουσιάζονταν οι αρματωλοί στις διάφορες γιορτές και τα πανηγύρια, (στους κάμπους), σε αντίθεση με τα μπαϊράκια που αποτελούσαν τα κυρίως πολεμικά σήματα αναγνώρισης των διαφόρων μονάδων, (αρματολίκια), στις κορυφές των βουνών. Τέλος οι καραβοκύρηδες και θαλασσομάχοι της εποχής χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα τον όρο παντιέρα, κατά τον όρο της σημαίας, δηλαδή παραλληλογράμμου σχήματος. Απόηχος εκείνων των πανηγυριών είναι ο σημερινός ακολουθούμενος εξωτερικός στολισμός των εκκλησιών με φλάμπουρα, την ημέρα της εορτής των.

Εκφράσεις [Επεξεργασία]

Σήμερα ο όρος αυτός στη νεοελληνική χρησιμοποιείται προς χαρακτηρισμό οποιασδήποτε εκδηλούμενης αντίδρασης ανεξαρτητοποίησης επί οργανωμένης δράσης ή κατεύθυνσης π.χ. "σήκωσε μπαϊράκι" ή "σήκωσε δικό του μπαϊράκι", (ως απόηχος του 21, επειδή τα μπαϊράκια τα κατείχαν οργανωμένες μεν, αλλά ανεξάρτητες μεταξύ τους ένοπλες ομάδες, το δε ρήμα "σήκωσε" λέγονταν με την έννοια της δημιουργίας νέας αντάρτικής ομάδας από κάποιον οπλαρχηγό, "καπετάνιο" τότε.)
Για τη μεταφορική έννοια της φράσης "σήκωσε μπαϊράκι" στη νεοελληνική, σε αρκετές περιπτώσεις αντικαθίσταται η τουρκική λέξη bayrak με την αντίστοιχη ιταλική bandiera που επίσης σημαίνει σημαία κι έτσι προκύπτει η φράση "σήκωσε μπαντιέρα". Συνώνυμη επίσης είναι και η έκφραση: "κάνει του κεφαλιού του".

Παρατηρήσεις [Επεξεργασία]

  • Σήμερα μια μικρή τουρκική νησίδα στο μέσον του διαύλου Σάμου - Τουρκίας (στα χωρικά ύδατα της Τουρκίας), ναι μεν στην ελληνική ονομάζεται νησίδα Αγ. Γεωργίου πλην όμως στους τουρκικούς χάρτες αναφέρεται ως Bayrak adasi (=νησίδα της σημαίας), [ada = νήσος, adasi = νησίδα].

Πηγές 

ειδήμονας ~ expert


ειδήμονας αρσενικό ή θηλυκό και ειδήμων
  • που έχει εξειδικευτεί σε έναν τομέα και έχει άριστη γνώση του αντικειμένου του

[]Books-aj.svg aj ashton 01.svg Συνώνυμα

Saturday, November 10, 2012

μαστραπάς

μαστραπάς ο [mastrapás] Ο1 : (λαϊκότρ.) μικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού. μαστραπαδάκι το YΠΟKΟΡ.
[μσν. μαστραπάς < τουρκ. maşrapa  με ανάπτ. [t] για διευκόλυνση της άρθρ.]

So... a friend of my brother's was nicknamed this... I knew it wasn't nice and never figured out more than that. But apparently it's a carafe for water or wine... empty, of course, it refered to the "friend's" mind. Heard it recently in a song by the Cretan band Hainides and had to look it up. 

Sunday, November 4, 2012

σέσουλα




σέσουλα < ιταλική sessola
scoop, from the Italian
σέσουλα θηλυκό
  1. σκαφίδι, μικρό φτυάρι που χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως στα καταστήματα εμπορίας ξηρών καρπών και που παλιότερα συνηθιζόταν στα μπακάλικα για να παίρνουν οι μπακάληδες όσπρια από το τσουβάλι και να τα αδειάζουν στη χαρτοσακούλα του αγοραστή

Saturday, November 3, 2012

Μπουλγαρί

a boulgarEE is a kind of  tambouri. 

tambouras

ταμπουράς... instrument related to the lute.


Ο Ταμπουράς, με την γενική έννοια, είναι η ελληνική ονομασία μιας ευρύτερης οικογένειας εγχόρδων μουσικών οργάνων, αλλά δηλώνει και ένα συγκεκριμένο ελληνικό παραδοσιακό όργανο, που ανήκει σ' αυτή την οικογένεια.
Ο ταμπουράς γενικά, είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο με μακρύ χέρι, απόγονος της αρχαιοελληνικής πανδούρας[1] και πρόγονος πανομοιότυπων λαούτων (όπως για παράδειγμα το τούρκικο σάζι), καθώς θεωρείται όργανο αναβίωσης κυρίως στα βυζαντινάχρόνια.[2] Ο ταμπουράς αναφέρεται στο βυζαντινό έπος του Διγενή Ακρίτα όταν ο ήρωας παίζει ένα θαμπούρι (μεσαιωνική μορφή ταμπουρά).
Και αφότου αποδείπνησεν, εμπαίνει εις το κουβούκλιν
και επήρεν το θαμπούριν του και αποκατάστησέν το.
Διγενής Ακρίτας, Escorial version, vv. 826-827, ed. and transl. Elizabeth Jeffreys
Αυτά τα μουσικά όργανα έχουν βαθουλωτό σκάφος και το καπάκι είναι επίπεδο, με ή χωρίς τρύπα. Ο αριθμός των χορδώνκυμαίνεται, συνήθως μεταξύ τριών (μονές, διπλές αλλά και τριπλές). Το μέγεθος των ταμπουράδων μπορεί να ξεπεράσει το ένα μέτρο. Από την αρχαιοελληνική πανδουρίδα, μέχρι τον 19ο αιώνα ο ταμπουράς, απέκτησε σταθερά τάστα και έγινε το σημερινό τρίχορδο μπουζούκι.
Τα τελευταία χρόνια αυξάνεται το ενδιαφέρον για τον παλιό ταμπουρά στην Ελλάδα. Επειδή ο παραδοσιακός Ελληνικός ταμπουράς είναι χαμηλόφωνο όργανο, δεν χρησιμοποιείται συχνά ως κύριο σολιστικό όργανο, αλλά μάλλον εντός της παραδοσιακής ορχήστρας, για να συνοδεύει το κύριο όργανο (λύραβιολίφλογέρα κ.λ.π). Ωστόσο, ο ταμπουράς είναι ουσιαστικά ένα σολιστικό όργανο. Αφού δεν είναι συγκερασμένο, δεν είναι κατάλληλο για το παίξιμο συγχορδιών. Ο ταμπουράς δεν χρησιμοποιείται στο ρεμπέτικο ούτε στο λαϊκό τραγούδι. Θεωρείται το ιδανικό όργανο για τη σπουδή των βυζαντινών κλιμάκων.

κίναιδος

Gay man, who tends to prefer the passive role. Guess where I learned this? Politics! Actually, an Archbishop hurled it as a slur against my favorite politician--who really doesn't seem gay at all.

αχταρμάς


αχταρμάς < τουρκική aktarma (μεταβίβαση)

[]Open book 01.svg Ουσιαστικό

αχταρμάς αρσενικό και ακταρμάς
  • ανακάτεμαμπέρδεμαανάμιξη· χρησιμοποιείται συνήθως με αρνητική έννοια, όταν γίνεται κακή ανάμιξη υλικών, όταν γενικότερα αντί να διευθετηθεί μια κατάσταση γίνεται "άνω-κάτω" και επικρατεί τελικά σύγχυση

[]

big mix-up

συγκεράζει ~ brings together

learned it on the show with Μπίλιω, Εχει Γούστο, επεισόδιο με τη Λίνα Νικολακοπούλου και Κραουνάκη.