Saturday, January 22, 2022

ξεπαστρεύω

 ξεπαστρεύω [ksepastrévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) σκοτώνω, αφανίζω: H επιδημία κόντεψε να ξεπαστρέψει ολόκληρο το χωριό. Tον απείλησαν ότι θα τον ξεπαστρέψουν. Bάλαμε φάρμακο για να ξεπαστρέψουμε τις κατσαρίδες.

Read it in Smyrni: