Sunday, April 22, 2012

transitive verb

μεταβατικό ρήμα

appeal (court)

έφεση

πλημμελειοδικείο

District court / Penal court:

Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο είναι Ποινικό Δικαστήριο που λειτουργεί άλλοτε ως πρωτοβάθμιο και άλλοτε ως δευτεροβάθμιο. Συγκροτείται από έναν Πρόεδρο Πρωτοδικών ως πρόεδρο και δύο Πρωτοδίκες ως μέλη. Σε πρώτο βαθμό δικάζειπλημμελήματα, για τα οποία ο νόμος προβλέπει κατώτατη ποινή τουλάχιστον τριών μηνών και άλλα πλημελήματα, τα οποία λόγω σπουδαιότητας ο νόμος (άρθρα112 και 114 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας) υπάγει κατ'εξαίρεσιν στην αρμοδιότητά του. Σε δεύτερο βαθμό δικάζει εφέσεις κατά αποφάσεων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου. Οι αποφάσεις του προσβάλλονται με ένδικα μέσα ανάλογα με το αν δικάζει πρωτοδίκως ή κατ' έφεσιν. 

Saturday, April 21, 2012

buzz / big deal

ντόρος -- door-oss -- on a news report about swindling at the horse races.

Friday, April 20, 2012

captious

δύστροπος

meshing

συγκερασμό -- syngherasmO... Haris Romas talking again about his work.

absolution / exoneration

αποενοχοποίηση -- ah-pen-och-o-pee-ee-see

Haris romas, was "absolved" or rather disabused of the notion that having great success in a TV series is a danger, because he gets locked in humorous roles.

Wednesday, April 11, 2012

αλαργινός

αλαργινός 
faraway
-ή -ό [alarjinós] Ε1 : (λογοτ., λαϊκότρ.) α. μακρινός: Tαξίδεψε σε θάλασσες αλαργινές. ~ συγγενής.|| (ως ουσ.) τα αλαργινά, μακρινοί τόποι: Ξενιτεύτηκε στα ξένα και στ΄ αλαργινά. β. που έρχεται από μακριά· απόμακρος: ~ αντίλαλος. Θύμησες αχνές κι αλαργινές. αλαργινά ΕΠIΡΡ.

Sunday, April 8, 2012

borderline

μεταίχμιος

κρατάω τσίλιες


. τσίλιες



Γνωστή έκφραση που αποκτά νόημα μόνο ως αντικείμενο μεταβατικού ρήματος: φυλάω ή κρατάω τσίλιες. Σημαίνει ότι βρίσκομαι σε εγρήγορση, προσέχω και παρατηρώ, ώστε να μην γίνουμε αντιληπτοί από όργανα της τάξης, τη στιγμή που ο συνεργός μου κάνει κάτι παράνομο ή απαγορευμένο.

Ετυμολογικά, η λέξη είναι ιταλικής προελεύσεως [ιταλ. ουδ. ciglio 'βλεφαρίδα, βλέφαρο', πληθ. ciglia]. Συχνά συναντάται και το ουσιαστικό «τσιλιαδόρος», αυτός δηλαδή που κρατάει τσίλιες.
1. Τίτλος διαδικτυακού άρθρου:

Αστυνομικός έπαιρνε «μισθό» 3.000€ για να κρατά τσίλιες σε «φρουτάκια».

2. Ρεμπέτικο άσμα «Της μαστούρας ο σκοπός»

«...με τη σειρά μου θα τον πιω
τώρα τις τσίλιες μου κρατώ..»

3. Εκ του διαδικτυακού αστυνομικού δελτίου:

Στις Συκιές, ο τσιλιαδόρος δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Έτσι, αστυνομικοί τον συνέλαβαν, μαζί με έξι τζογαδόρους και τον ιδιοκτήτη καφενείου, όπου έπαιζαν ζάρια, με 7.500 ευρώ.

οne who loves powerfully

σεβνταλής (sev-dah-leess) this was not in the regular Greek dictionary, but I first found the meaning by looking it up in Turkish, and then found it in slang.gr


Ο ερωτοχτυπημένος, ο καψούρης, αυτός που αγαπάει σφόδρα. Η ρίζα είναι προελεύσεως τουρκικής [τουρκ. sevdalι], από τη λέξη sevda που σημαίνει έρωτας, πάθος. Χρησιμοποιείται συχνά σε ρεμπέτικα τραγούδια.
http://www.slang.gr/lemma/show/sebntalis_6241

someone who keeps his promises

μπεσαλής ο [besalís] Ο8 θηλ. μπεσαλού [besalú] Ο37 : αυτός που κρατάει το λόγο του, που πραγματοποιεί τις υποσχέσεις του, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη. || (ως επίθ.): Είναι ~ άνθρωπος· δεν πρόκειται να σε γελάσει.
[μπέσ(α) -αλής· μπεσαλ(ής) -ού]

crook / walking stick

μαγκούρα η [maŋgúra] Ο25α : ραβδί μεγάλο και συνήθ. χοντροκομμένο: Kυνηγάω / χτυπάω / φοβερίζω κπ. με τη ~ μου. Περπατούσε ακουμπώντας στη ~ του.
[ελνστ. μακκούρα `σιδερένιο μπαστούνι΄ με ηχηροπ. του [k] από επίδρ. του [m] ;]


Tuesday, April 3, 2012

limpet

πεταλίδα




1: a marine gastropod mollusk (especially families Acmaeidae and Patellidae) that has a low conical shell broadly open beneath, browses over rocks or timbers in the littoral area, and clings very tightly when disturbed
2
: one that clings tenaciously to someone or something
3
: an explosive device designed to cling magnetically to a metallic surface (as the hull of a ship)

switchblade

σουγιά (soo--YAH)

from this song:
http://www.youtube.com/watch?v=xkKbk7fPP6g&feature=player_embedded

Σαν μετανάστης στο ίδιο το χώμα
που γεννήθηκα ζω
κι είναι αυτή η ομορφιά το δικό μου
μυστήριο τ' όνομα που έχω αντηχεί
στα βαφτίσια όλης της γης
μα δεν έχει γραφτεί σε κανένα διαβατήριο
Αχ, πατρίδα μου το φως σου παντρεύτηκα
κι ερωτεύτηκα τα πράσινα νερά σου
με του ονείρου το σουγιά στα χέρια
χαρακώνω όσα δεν μπορώ να ζήσω αληθινά

υπαγωγή

affiliation / inclusion ~ from the news