Thursday, July 17, 2014

Swallow -- metaphorically

χάβω < μεσαιωνική ελληνική χάπτω < αρχαία ελληνική κάπτω (αρπάζω και καταπίνω πεινασμένα)

 Ρήμα

χάβω και χάφτω, , παρατ.: έχαβαστιγμ. μέλλ.: θα χάψωαόρ.έχαψα
  1. καταπίνω κάτι αμάσητο, λαίμαργα, πεινασμένα
  2. (συνεκδοχικάαποδέχομαι μια λανθασμένη ή παραπλανητική άποψη χωρίς να την επεξεργαστώ, δηλαδή με αφέλεια
    το είπα πειστικά, αλλά αυτός δεν το έχαψε


σλανγ¨

χάβω, χάφτω

Ορισμός:10
Λήμμα:10
Πιστεύω αβίαστα κάτι που μου λένε, χωρίς να επαληθεύω μέσω πηγών ή επιχειρημάτων. Είμαι ευκολόπιστος.

Ο όρος αποτελεί κλασική, παλαιά σλανγκ, που χρησιμοποιείται συνήθως με την αντωνυμία «το» (το 'χαψα).
- Αλήθεια σου λέω. Μου είπε ότι αγόρασε σκάφος.
- Άντε ρε, μια μαλακία σου είπε για να σε δουλέψει και εσύ το 'χαψες!

No comments:

Post a Comment