Friday, January 17, 2014

μπανιστήρι

μπανιστήρι το [banistíri] Ο44 : (οικ.) το να παρακολουθεί κάποιος, συνήθ. απαρατήρητος, πράξεις ή γενικά θέαμα που του προκαλεί σεξουαλικό ενδιαφέρον: Πήγε στη θάλασσα όχι για να κολυμπήσει αλλά για να κάνει~.
[μπανισ- (μπανίζω) -τήρι]

No comments:

Post a Comment