Thursday, May 15, 2014

έκπαγλος


έκπαγλος < αρχαία ελληνική ἔκπαγλος < *ἔκπλαγλος < εκπλήσσω, απαρ. παθ. αορ. β' ἐκπλαγῆναι


έκπαγλος, -ος, -ο(ν)
  1. ωραιότατοςεκθαμβωτικός


    Εκφράσεις[]

    No comments:

    Post a Comment