Tuesday, March 25, 2014

forge (iron or relationships)

σφυρηλατώ [sfirilató] -ούμαι Ρ10.9 : 1.κατεργάζομαι, με το χέρι ή με μηχανή, ένα κομμάτι ελατού μετάλλου με σφύρα: Σφυρηλατημένο σίδερο. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα, μέσα από μακροχρόνιες διαδικασίες και σκληρές δοκιμασίες: Άρρηκτοι δεσμοί έχουν σφυρηλατηθεί ανάμεσα στους λαούς. β.διαμορφώνω τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ενός ατόμου ύστερα από επίπονη διαδικασία άσκησης: H νεολαία σφυρηλατείται μέσα στους κοινωνικούς αγώνες.

No comments:

Post a Comment