Sunday, January 19, 2014

τσιφούτης

τσιφούτης < τουρκική çıfıt (απατεώνας, εκμεταλλευτής) < Çıfıt (Εβραίος)

τσιφούτης αρσενικό

  1. ο τσιγκούνης που θέλει μόνο να μαζεύει λεφτά εκμεταλλευόμενος τους άλλους

No comments:

Post a Comment