Saturday, November 3, 2012

αχταρμάς


αχταρμάς < τουρκική aktarma (μεταβίβαση)

[]Open book 01.svg Ουσιαστικό

αχταρμάς αρσενικό και ακταρμάς
  • ανακάτεμαμπέρδεμαανάμιξη· χρησιμοποιείται συνήθως με αρνητική έννοια, όταν γίνεται κακή ανάμιξη υλικών, όταν γενικότερα αντί να διευθετηθεί μια κατάσταση γίνεται "άνω-κάτω" και επικρατεί τελικά σύγχυση

[]

big mix-up

No comments:

Post a Comment