Sunday, November 4, 2012

σέσουλα




σέσουλα < ιταλική sessola
scoop, from the Italian
σέσουλα θηλυκό
  1. σκαφίδι, μικρό φτυάρι που χρησιμοποιείται σήμερα κυρίως στα καταστήματα εμπορίας ξηρών καρπών και που παλιότερα συνηθιζόταν στα μπακάλικα για να παίρνουν οι μπακάληδες όσπρια από το τσουβάλι και να τα αδειάζουν στη χαρτοσακούλα του αγοραστή

No comments:

Post a Comment