Wednesday, November 14, 2012

αποχαυνωμένος

αποχαυνώνω < απο- + χαυνῶ

αποχαυνώνω, παθητικό αποχαυνώνομαι, παθητική μετοχή * αποχαυνωμένος

  • κάνω κάποιον χαύνο, τον φέρνω σε κατάσταση νωθρότητας και πλήρους αδράνειας, παραλύω τις σωματικές και διανοητικές δυνάμεις του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιδράσει
τον αποχαύνωσε τελείως η τηλεόραση

αποχαύνωση

αποχαυνωτικός

 Συνώνυμα

apo-hav-no-MEN-oss

rendered complacent, idiotic, passive, idle, languid, in a stupor

No comments:

Post a Comment