Wednesday, October 21, 2015

σεκλέτι

σεκλέτι < τουρκική sıklet = βάρος, θλίψη, καημός < αραβική ثقلة, (thaqlat)

Open book 01.svg Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεκλέτι ουδέτερο
"από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στον ναργιλέ"
"...σεκλέτια διώχνει ο μπαγλαμάς..."

No comments:

Post a Comment