Monday, August 3, 2015

αρμασμένος

Αρμάζω, αρμασμένος, -η: Αρραβωνιάζω, αρραβωνιασμένος, -η. Από το αρμόζω, ταιριάζω. Εκκλησιαστικός ψαλμός ακολουθίας γάμου, "Αρμοσον αυτούς..."

cypriot dialect word for engaged

No comments:

Post a Comment