Tuesday, July 28, 2015

μαρκούτσι

more hookah terminology

μαρκούτσι < τουρκική markuç (τοπική διάλεκτος) < marpuç < περσική مارپيچ (mārpīc)

 ουδέτερο

  1. ο σωλήνας του ναργιλέ με το επιστόμιο
  2. (οικείο) κάτι που έχει μακρόστενο σχήμα, συνήθως παρόμοιο με επιστόμιο, και δεν γνωρίζουμε το όνομά του ή το θεωρούμε άχρηστο αντικείμενο
    βγάλε αυτό το μαρκούτσι από το στόμα σου (στιλό, μολύβι, τσιγάρο κ.λπ.), για να καταλαβαίνω τι μου λες!

No comments:

Post a Comment