Tuesday, July 14, 2015

σιβυλλικός

mysterious, enigmatic
σιβυλλικός < Σίβυλλα
Η λέξη μαρτυρείται από το 1882
[επεξεργασία]
σιβυλλικός, -ή, -ό
  1. που σχετίζεται με τη Σίβυλλα
  2. αινιγματικόςμυστηριώδης

No comments:

Post a Comment