Tuesday, July 7, 2015

λουβίζω

λουβίζω (Μ)
1. βγάζω τους κόκκουςξεκοκκίζω
2. μτφ. κλαίω με δάκρυα που μοιάζουν με κόμπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ< λοβός «κέλυφος τών οσπρίων»].

No comments:

Post a Comment