Friday, October 28, 2011

τρωκτικό ~ rodent

In  its metaphorical sense, "person who slowly and systematically, yet also deviously, wastes other people's money" (definition below) is, for obvious reasons, all over the news. At some point in the past, I knew the word meant rodent, but then I forgot.

τρωκτικό το [troktikó] Ο38 : 1. ζώο της τάξης των θηλαστικών, που έχει πολύ δυνατούς κοπτήρες για να ροκανίζει την τροφή του και που συνήθ. ζει παρασιτικά προκαλώντας ζημίες: Ο ποντικός και το κουνέλι ανήκουν στα τρωκτικά2. (μτφ.) άνθρωπος που αργά, συστηματικά όμως και ύπουλα, ιδιοποιείται και σπαταλά ξένο χρήμα: Tα διάφορα τρωκτικά άφησαν αδειανά τα ταμεία της εταιρείας.

No comments:

Post a Comment