Monday, October 24, 2011

βίρα ~ heave ho

nautical command, leanred from this Kavvadia poem:

Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου 'γινες μοτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.

Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.

Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
-της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι-
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.

Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο μάδησε και έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
Μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.



more words learned from this poem
μοτάρι = makeshift bandage or gauze from shreds of linen (sounds a lot like μότα, eh?)
μακίνα = not found in any specialized dictionaries. 
σαριά  = not found, but in looking for it I found all these words
(who knew there was a special word for typewriter carriage? and turban?): 



σαρίδια. Δείτε επίσης: offscourings. Δείτε επίσης: sweepings
3 ) σαρίκι. Δείτε επίσης: turban
4 ) σαριό. Δείτε επίσης: carriage

2 comments:

  1. another word learned from this poem--the last word--ebb, who knew?

    ebb n.(tide outward flow) παλίρροια
    άμπωτη
    καθομιλουμένη: φυρονεριά

    ReplyDelete
  2. ξομπλια¨
    Η κεντρική διακόσμηση σε κεντημένο ύφασμα αλλά και το κουτσομπολιό. Προέρχεται από το ελληνιστικό έξομπλον (ανάγεται στο λατινικό exemplum) και το υποκοριστικό του ε-ξόμπλι-ον που σημαίνει δείγμα, παράδειγμα, άξιο προσοχής.

    Παράγωγά του: ξομπλιάζω (στολίζω αλλά και κουτσομπολεύω) και ξομπλιάστρα (η γυναίκα που κάνει ωραία κεντήματα αλλά και η κουτσομπόλα).

    ReplyDelete