Tuesday, May 11, 2021

κωλυσιεργία

  • παρεμβάλλω σκόπιμα εμπόδια για προσωπικό όφελος και ταυτόχρονα καθυστερώ τη διεξαγωγή εργασιών ή διαδικασιών

 

ΑγγλικάΕλληνικά
procrastination n(delaying)καθυστέρηση, κωλυσιεργία ουσ θηλ
  αναβολή ουσ θηλ
  αναβλητικότητα ουσ θηλ
  χρονοτριβή ουσ θηλ
 Simon's procrastination caused us to miss the deadline.
 Η αναβλητικότητα του Σάιμον είχε ως αποτέλεσμα να μην προλάβουμε την προθεσμία.
stonewalling nfigurative (delaying or evasive tactics)κωλυσιεργία ουσ θηλ
 Toby's stonewalling makes him difficult to work with.
obstructionism n(deliberate hindrance)κωλυσιεργία ουσ θηλ
filibuster nUS (delaying legislation)κωλυσιεργία ουσ θηλ
 The bill was ultimately defeated by a filibuster.
 Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.



No comments:

Post a Comment