Tuesday, May 18, 2021

καλαφατίζω

 caulk


καλαφατίζω [kalafatízo] -ομαι : (ναυτ.) γεμίζω τα διάκενα των αρμών με το κατάλληλο υλικό και τα στεγανοποιώ με πίσσα: Kαλαφάτισαν τη βάρκα με στουπί. || (λαϊκ.) για τη σεξουαλική πράξη.

No comments:

Post a Comment