Sunday, April 8, 2012

someone who keeps his promises

μπεσαλής ο [besalís] Ο8 θηλ. μπεσαλού [besalú] Ο37 : αυτός που κρατάει το λόγο του, που πραγματοποιεί τις υποσχέσεις του, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να του έχει εμπιστοσύνη. || (ως επίθ.): Είναι ~ άνθρωπος· δεν πρόκειται να σε γελάσει.
[μπέσ(α) -αλής· μπεσαλ(ής) -ού]

No comments:

Post a Comment