Sunday, April 8, 2012

crook / walking stick

μαγκούρα η [maŋgúra] Ο25α : ραβδί μεγάλο και συνήθ. χοντροκομμένο: Kυνηγάω / χτυπάω / φοβερίζω κπ. με τη ~ μου. Περπατούσε ακουμπώντας στη ~ του.
[ελνστ. μακκούρα `σιδερένιο μπαστούνι΄ με ηχηροπ. του [k] από επίδρ. του [m] ;]


No comments:

Post a Comment