Friday, October 29, 2021

κατσίβελος

 

κατσίβελος < μεσαιωνική ελληνική κατσίβελος < ιταλική cattivello < cattivo (σκλάβοςδυστυχής) < λατινική captivus


κατσίβελος αρσενικό (θηλυκόκατσιβέλα)

  1. ο γύφτος, ο τσιγγάνος
  2. (μεταφορικάάνθρωπος πολύ μαυριδερός
  3. (μειωτικό) ο απολίτιστος, ο άξεστος

φβ ποστ της Ηλέκτρας Κωστοπουλου

No comments:

Post a Comment