Thursday, May 3, 2012

έρεισμα


foundation / basis EHreesma
  1. το στήριγμα
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε χρησιμεύει ως βάση, αφετηρία και θεμέλιο μιας ενέργειας, σκέψης ή κατάστασης
    • αυτός ή αυτοί που προσφέρουν ηθική ή πολιτική υποστήριξη
    • η λογική βάση ενός συλλογισμού
    • η ηθική βάση μιας ενέργειας

1 comment:

  1. Ετυμολογία: από το αρχαίο «ερείδω». Βλ. και αποθετικό ρήμα «ερείδομαι», που σημαίνει «βασίζομαι, στηρίζομαι».

    etymology: ancient Greek verb ereido/ereidomai, to base/found

    ReplyDelete