Saturday, November 26, 2011

κουζουλός ~ lunatic

κουζουλός -ή -ό [kuzulós] Ε1 : (λαϊκότρ.) τρελός.
[μσν. κουζουλός ίσως < τουρκ. (ουδ.) kuzul(u) `προβατίνα με μικρό αρνί΄ -ός με πέρασμα της σημ. στο αρνί που κάνει παλαβά πηδηματάκια]

No comments:

Post a Comment