mortar, plaster
A catalogue of new words I learn in Greek and English. This is the public blog of Joanna Eleftheriou (Ιωάννα Ελευθερίου). I welcome comments that help refine my understanding of these words' nuances and usage. Thanks!
Tuesday, December 28, 2021
Friday, December 17, 2021
Μπαρόβιος
Αυτός που περνάει μεγάλο μέρος από τη ζωή του στα μπαρ.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
- Ο Μήτσος βρωμάει ουίσκυ ή μου φαίνεται; Αλκοολικός είναι;
- Μπα! Μπαρόβιος είναι!
Same interview with Nikolopoulos
ευήλιο
sunny
listening to an interview with Christos Nikolopoulos, he said he always had pets, even when he was younger and living in an apartment. Now that he's one of the most successful composers in modern Greek history, he can afford a sunny (ευήλιο) house with a yard, and his dogs are happier than ever.
Wednesday, December 15, 2021
έχουμε μείνει όλοι ταπί
- ταπί < (άμεσο δάνειο) γαλλική tapis < λατινική tapes < αρχαία ελληνική τάπης (αντιδάνειο)
ταπί άκλιτο
- έχοντας ξοδέψει όλα μου τα χρήματα, χωρίς φράγκο
Tuesday, December 14, 2021
fare
Anna used this to denote a paying passenger on a public conveyance and acknowledged that it's UK usage.
glad-hand
I learned this word from Anna on a walk. It was Tuesday, 14th December, 2021.
While Anna used it as a verb, only the noun is defined: "a warm welcome or greeting often prompted by ulterior reasons."
Friday, October 29, 2021
κατσίβελος
- κατσίβελος < μεσαιωνική ελληνική κατσίβελος < ιταλική cattivello < cattivo (σκλάβος, δυστυχής) < λατινική captivus
κατσίβελος αρσενικό (θηλυκό: κατσιβέλα)
- ο γύφτος, ο τσιγγάνος
- (μεταφορικά) άνθρωπος πολύ μαυριδερός
- (μειωτικό) ο απολίτιστος, ο άξεστος
corvid
corvid: any of a family (Corvidae) of stout-billed passerine birds including the crows, jays, magpies, and the raven
garotte
makeshift strangulation device, learned on the final season of Wentworth. https://www.merriam-webster.com/dictionary/garrote
Monday, October 18, 2021
υπερεθνικός
υπερεθνικός, διεθνής heard in this talk:
Η διαδικτυακή συζήτηση «Το 1821 εξ ανατολών» ανοίγει ένα διάλογο ανάμεσα σε μια Βυζαντινολόγο και δύο Οθωμανολόγους. Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε την Επανάσταση ως ελληνικό γεγονός, γενεσιουργό συμβάν του ελληνικού κράτους ή απόληξη οικονομικών, κοινωνικών και πνευματικών διεργασιών του Νέου Ελληνισμού, ενώ σχετικά πρόσφατα είδαμε και την προσέγγισή της ως ευρωπαϊκού γεγονότος. Οι τρεις συνομιλητές θα δώσουν ένα διαφορετικό στίγμα, επανεξετάζοντας την έννοια του 1821 ως γενεσιουργού γεγονότος της νεοελληνικής ταυτότητας και από την οπτική γωνία του Βυζαντινού πολιτισμού (Μαρία Μαυρουδή), εστιάζοντας στην οθωμανική διάσταση των Φαναριωτών (Χριστίνα Φίλιου), και μελετώντας τη σταδιακή αποξένωση των χριστιανών Οθωμανών υπηκόων στα Βαλκάνια από τους μουσουλμάνους, και ιδιαίτερα από το γενιτσαρικό σώμα.
Friday, October 1, 2021
ευμένεια
Part of speech | Translation | Reverse translations | |
---|---|---|---|
favor |
|
Friday, August 13, 2021
αδαμιαία περιβολή
αδαμιαία περιβολή
Adam's garb, fig leaf, naked.... from Elektra's facebook post. Again!
Wednesday, July 28, 2021
ΚΑΒΆΝΤΖΑ
καβάτζα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) απόθεμα που μπαίνει στην άκρη για να χρησιμοποιηθεί αργότερα
- (λαϊκότροπο) μια εναλλακτική λύση
- όταν δεν εφαρμόζεται το αρχικό μου σχέδιο, αναγκάζομαι να στραφώ σε κάτι άλλο, σε μια καβάτζα, για την οποία έχω φροντίσει προηγουμένως
- COMES FROM PORTUGUES CABACA, GOURD!!
- from a fb post by Dimitris Papadimitriou reposting this story by an anonymous Giorgo
- Ο Γιώργος που έμενε στον κάτω όροφο βρέθηκε μετά από τρεις μέρες νεκρός στην μπανιέρα του, από υπερβολική δόση. Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας θεώρησε ότι αυτό ήταν δώρο του Θεού, κυρίως γιατί ο Γιώργος και οι φίλοι του, για κάποιο λόγο, βράζανε και πίνανε τις πρέζες τους σε μια καβάντζα στο υπόγειο της πολυκατοικίας δίπλα στον καυστήρα.
Friday, July 9, 2021
timar
A timar was land granted by the Ottoman sultans between the fourteenth and sixteenth centuries, with a tax revenue annual value of less than 20,000 akçes. The revenues produced from land acted as compensation for military service. A Timar holder was known as a Timariot. If the revenues produced from the timar were from 20,000 to 100,000 akçes, the timar would be called zeamet, and if they were above 100,000 akçes, the land would be called hass.[1][2]
Read about this in an article debating whether the Ottoman empire was feudal. Haven't figured out how this tax differs from the χαράτσι
Wednesday, July 7, 2021
fundament
A noun that also means the basics or the foundation. Don't know why I never encountered it before I read this book review.
Sunday, June 20, 2021
ΚΡΆΣΠΕΔΟ
HEARD IT on the radio... means edge or fringe, apparently, και πιο συγκεκριμένα
- το ακραίο σημείο μιας επιφάνειας
- η άκρη ενός πεζοδρομίου, δίπλα στο δρόμο
- (ειδικότερα) το σημείο που τελειώνει το ύφασμα και πυκνώνει η ύφανση
Saturday, June 12, 2021
Sunday, June 6, 2021
αβελτηρία
stupidity... I learned it when a Greek journalist reacted to news of changes to the Classics program at Princeton.
Friday, June 4, 2021
Saturday, May 22, 2021
Tuesday, May 18, 2021
καλαφατίζω
caulk
καλαφατίζω [kalafatízo] -ομαι : (ναυτ.) γεμίζω τα διάκενα των αρμών με το κατάλληλο υλικό και τα στεγανοποιώ με πίσσα: Kαλαφάτισαν τη βάρκα με στουπί. || (λαϊκ.) για τη σεξουαλική πράξη.
Tuesday, May 11, 2021
γλοιώδης
slimy, mucilaginous, clammy
γλοιώδης -ης -ες [γlióδis] Ε11 : 1. που έχει υφή λιπαρή και που προκαλεί την αηδία. 2. (μτφ. για πρόσ.) που η συμπεριφορά του είναι ύπουλη, χυδαία και αναξιοπρεπής: Γλοιώδες υποκείμενο. ~ χαρακτήρας. Γλοιώδες χαμόγελο. (seems like it's kind of the same as "slimy")
[λόγ. < ελνστ. γλοιώδης `με λιπαρό κατακάθι΄, αρχ. σημ.: `κολλώδης΄]
κωλυσιεργία
- παρεμβάλλω σκόπιμα εμπόδια για προσωπικό όφελος και ταυτόχρονα καθυστερώ τη διεξαγωγή εργασιών ή διαδικασιών
Αγγλικά | Ελληνικά | |
procrastination n | (delaying) | καθυστέρηση, κωλυσιεργία ουσ θηλ |
αναβολή ουσ θηλ | ||
αναβλητικότητα ουσ θηλ | ||
χρονοτριβή ουσ θηλ | ||
Simon's procrastination caused us to miss the deadline. | ||
Η αναβλητικότητα του Σάιμον είχε ως αποτέλεσμα να μην προλάβουμε την προθεσμία. | ||
stonewalling n | figurative (delaying or evasive tactics) | κωλυσιεργία ουσ θηλ |
Toby's stonewalling makes him difficult to work with. | ||
obstructionism n | (deliberate hindrance) | κωλυσιεργία ουσ θηλ |
filibuster n | US (delaying legislation) | κωλυσιεργία ουσ θηλ |
The bill was ultimately defeated by a filibuster. |
Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις. |
αμφιλεγόμενος
"αμφιλεγόμενα σημεία" heard here:
Tuesday, May 4, 2021
συγχρωτισμός
στενή επαφή προσώπων στον ίδιο χώ ρο και γενικότερα, επικοινωνία, συναναστροφή: Tα παιδιά να αποφεύγουν το συγχρωτισμό με ασθενείς. Ο ~ μας με τους γειτονικούς μας λαούς δε μας άφησε ανεπηρέαστους.
Monday, May 3, 2021
κατατάσσω
"ήμουν στη χαραμάδα μεταξύ λαϊκού και ροκ" λέει ο Πορτοκάλογλου όταν η Γλυκερία λέει ότι η μουσική του είναι πολύ σύνθετη και προτότυπη για να την κατατάξει κανείς. Απάντά λοιπόν ο Πορτοκάλογλου "αυτό ήταν το πρόβλημα, οτι δεν μπορούσαν να με κατατάξουν."
συνώνυμα -- ταξινομώ
English: Classify
Sunday, April 25, 2021
λάντζα
chores
tub for bussing dishes
Heard it in the song Beelzebub by Dalaras, rhyming καβάντζα, which is also on the blog!