procrastination n | (delaying) | καθυστέρηση, κωλυσιεργία ουσ θηλ |
| | αναβολή ουσ θηλ |
| | αναβλητικότητα ουσ θηλ |
| | χρονοτριβή ουσ θηλ |
| Simon's procrastination caused us to miss the deadline. |
| Η αναβλητικότητα του Σάιμον είχε ως αποτέλεσμα να μην προλάβουμε την προθεσμία. |
stonewalling n | figurative (delaying or evasive tactics) | κωλυσιεργία ουσ θηλ |
| Toby's stonewalling makes him difficult to work with. |
obstructionism n | (deliberate hindrance) | κωλυσιεργία ουσ θηλ |
filibuster n | US (delaying legislation) | κωλυσιεργία ουσ θηλ |
| The bill was ultimately defeated by a filibuster. |
No comments:
Post a Comment