καβάτζα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) απόθεμα που μπαίνει στην άκρη για να χρησιμοποιηθεί αργότερα
- (λαϊκότροπο) μια εναλλακτική λύση
- όταν δεν εφαρμόζεται το αρχικό μου σχέδιο, αναγκάζομαι να στραφώ σε κάτι άλλο, σε μια καβάτζα, για την οποία έχω φροντίσει προηγουμένως
- COMES FROM PORTUGUES CABACA, GOURD!!
- from a fb post by Dimitris Papadimitriou reposting this story by an anonymous Giorgo
- Ο Γιώργος που έμενε στον κάτω όροφο βρέθηκε μετά από τρεις μέρες νεκρός στην μπανιέρα του, από υπερβολική δόση. Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας θεώρησε ότι αυτό ήταν δώρο του Θεού, κυρίως γιατί ο Γιώργος και οι φίλοι του, για κάποιο λόγο, βράζανε και πίνανε τις πρέζες τους σε μια καβάντζα στο υπόγειο της πολυκατοικίας δίπλα στον καυστήρα.
No comments:
Post a Comment