- κατσίβελος < μεσαιωνική ελληνική κατσίβελος < ιταλική cattivello < cattivo (σκλάβος, δυστυχής) < λατινική captivus
κατσίβελος αρσενικό (θηλυκό: κατσιβέλα)
- ο γύφτος, ο τσιγγάνος
- (μεταφορικά) άνθρωπος πολύ μαυριδερός
- (μειωτικό) ο απολίτιστος, ο άξεστος
φβ ποστ της Ηλέκτρας Κωστοπουλου
No comments:
Post a Comment