A catalogue of new words I learn in Greek and English. This is the public blog of Joanna Eleftheriou (Ιωάννα Ελευθερίου). I welcome comments that help refine my understanding of these words' nuances and usage. Thanks!
Tuesday, May 18, 2021
καλαφατίζω
caulk
καλαφατίζω [kalafatízo] -ομαι : (ναυτ.) γεμίζω τα διάκενα των αρμών με το κατάλληλο υλικό και τα στεγανοποιώ με πίσσα: Kαλαφάτισαν τη βάρκα με στουπί. || (λαϊκ.) για τη σεξουαλική πράξη.
No comments:
Post a Comment