A catalogue of new words I learn in Greek and English. This is the public blog of Joanna Eleftheriou (Ιωάννα Ελευθερίου). I welcome comments that help refine my understanding of these words' nuances and usage. Thanks!
Saturday, October 11, 2014
seducer
ξελογιαστής
Ουσιαστικό[]
- αυτός που ξελογιάζει, που παρασύρει
Saturday, September 6, 2014
χαϊβάνι
literally: animal
figuratively: idiot.
https://www.youtube.com/watch?v=axd-LEI0sR0&index=3&list=PL10E15AB3445659A9
figuratively: idiot.
https://www.youtube.com/watch?v=axd-LEI0sR0&index=3&list=PL10E15AB3445659A9
Saturday, August 9, 2014
ζοχάδα
ζοχάδα θηλυκό
- η αιμορροΐδα oh, that's hemorrhoid in Greek, whence the English comes.
- η κακή διάθεση που εκδηλώνεται με εκνευρισμό
Wednesday, August 6, 2014
Τουμπεκί
Τουμπεκί (τουρκ. tömbeki) λέγεται ο καπνός που χρησιμοποιούν στον αργιλέ. Στα καφενεία μέχρι τον μεσοπόλεμο ήταν διαδεδομένος ο αργιλές. Εκεί το τουμπεκί το έκοβε ο παρασκευαστής του, ο «ταμπής», σε πολύ μικρά κομμάτια. Ο βαθμός στον οποίο το «ψιλοέκοβε» φανέρωνε την τέχνη του, έτσι ώστε όσο πιο ψιλοκομμένο ήταν το τουμπεκί τόσο καλύτερη θεωρούνταν η ποιότητά του.
toubeki, from turkish, tobacco that goes in the narghile/ hookah. also slang use "make toubeki" means keep quiet because you can't smoke hookah and talk a t the same time
Κάνω τουμπεκί ή τουμπεκί ψιλοκομμένο ή τουμπέκα = κάνω μόκο, το βουλώνω, σκάω.
(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).
(Μάλλον τουρκικής προέλευσης).
- Μπάμπη μου, να πάρουμε και τζατζίκι;
- Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.
- Σούλα, κάνε τουμπέκα. Θα παραγγείλω εγώ.
Από: javaneze την: 01/09/06
toubeki, from turkish, tobacco that goes in the narghile/ hookah. also slang use "make toubeki" means keep quiet because you can't smoke hookah and talk a t the same time
Tuesday, August 5, 2014
σποδός
- σποδός < αρχαία ελληνική σποδός
ASH
FROM THE FUNERAL SERVICE
- η τέφρα από το σώμα ενός νεκρού που αποτεφρώθηκε
- η ηφαιστειακή τέφρα
- η Πομπηία θάφτηκε κάτω από την ηφαιστειακή σποδό του Βεζούβιου
- οι περιηγηταί παρατηρούσι πολλάκις βροχάς ερυθράς σποδού
Sunday, July 20, 2014
Αλισβερίσι
Το αλισβερίσι ή αλισιβερίσι είναι δημώδης ελληνική έκφραση που προέρχεται από καθ΄ αυτή τούρκικη σύνθετη λέξη εκ του «αλίς» που σημαίνει λαβείν και «βερίς» που σημαίνει το αντίστοιχο ελληνικό «δούναι». Κατά λέξη σημαίνει ληψοδοσία, αλλά στην ελληνική μετάφραση αντιστρέφονται οι όροι και λέγεται «δοσοληψία» και κατ'επέκταση «δούναι και λαβείν».
Στη γλώσσα των συναλλασσομένων σημαίνει γενικά την εμπορική κίνηση: Δεν έχει αλισβερίσι (=δεν υπάρχει κίνηση), δεν υπάρχει δουλειά.
Thursday, July 17, 2014
Swallow -- metaphorically
- χάβω < μεσαιωνική ελληνική χάπτω < αρχαία ελληνική κάπτω (αρπάζω και καταπίνω πεινασμένα)
Ρήμα
χάβω και χάφτω, , παρατ.: έχαβα, στιγμ. μέλλ.: θα χάψω, αόρ.: έχαψα
- καταπίνω κάτι αμάσητο, λαίμαργα, πεινασμένα
- (συνεκδοχικά) αποδέχομαι μια λανθασμένη ή παραπλανητική άποψη χωρίς να την επεξεργαστώ, δηλαδή με αφέλεια
- το είπα πειστικά, αλλά αυτός δεν το έχαψε
- το είπα πειστικά, αλλά αυτός δεν το έχαψε
σλανγ¨
χάβω, χάφτω
Ορισμός: | 10 | ||
Λήμμα: | 10 |
Ο όρος αποτελεί κλασική, παλαιά σλανγκ, που χρησιμοποιείται συνήθως με την αντωνυμία «το» (το 'χαψα).
- Αλήθεια σου λέω. Μου είπε ότι αγόρασε σκάφος.
- Άντε ρε, μια μαλακία σου είπε για να σε δουλέψει και εσύ το 'χαψες!
- Άντε ρε, μια μαλακία σου είπε για να σε δουλέψει και εσύ το 'χαψες!
Sunday, July 13, 2014
κουσκουσάρης
When I was little I used to read the localy Cypriot TV magazine, and always wondered what "kous kous" was -- clearly, it wasn't the food (pligouri, bulgar wheat) that they meant.
Finally I realized it's from a written represntation of the spoken "kous?" "have you heard," metonymic of "gossip."
Today I learned that a person who gossips is a kous-kous-er...
Finally I realized it's from a written represntation of the spoken "kous?" "have you heard," metonymic of "gossip."
Today I learned that a person who gossips is a kous-kous-er...
interactive
since reactive is αντιδραστικός, it makes sense that interactive is διαδραστικός. Ι didn't' find out until today, while reading Greek Literature anthologies online.
φλαμουριά
It's a "silver linden." I thought I knew "Linden" was filyra, but apparently there are either regional differences in terminology or they are slightly different plants. Greek wikipedia says they are synonymous and τίλια is also, which is the same as the GENUS. Will figure it out some other time. For now, here's the song that has flamouria:
φλαμούρι + -ιά < ελληνιστική κοινή φλάμμουλα < λατινική flammula
μεταφραστικό δάνειο
it's clear this means "translation loan word" but I'd never heard it before until I looked up the spelling of
εις το επανιδείν = au revoir
Saturday, July 12, 2014
shipyard
Ταρσανάς is a Byzantine word for shipyard, which I learned from this song written by Manos Eleftheriou:
Sunday, June 29, 2014
Saturday, May 31, 2014
χαριτόβρυτος
χαριτόβρυτος
- (ειρωνικά) χαριτωμένος
used about/against Andreas Pitsillides, whom I was looking up because he was the only theologian who questioned the church's official statement that homosexuality was an illness.
Saturday, May 17, 2014
Thursday, May 15, 2014
έκπαγλος
- έκπαγλος < αρχαία ελληνική ἔκπαγλος < *ἔκπλαγλος < εκπλήσσω, απαρ. παθ. αορ. β' ἐκπλαγῆναι
έκπαγλος, -ος, -ο(ν)
Εκφράσεις[]
Sunday, April 6, 2014
Wednesday, March 26, 2014
Tuesday, March 25, 2014
forge (iron or relationships)
σφυρηλατώ [sfirilató] -ούμαι Ρ10.9 : 1.κατεργάζομαι, με το χέρι ή με μηχανή, ένα κομμάτι ελατού μετάλλου με σφύρα: Σφυρηλατημένο σίδερο. 2. (μτφ.) α. δημιουργώ σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα, μέσα από μακροχρόνιες διαδικασίες και σκληρές δοκιμασίες: Άρρηκτοι δεσμοί έχουν σφυρηλατηθεί ανάμεσα στους λαούς. β.διαμορφώνω τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ενός ατόμου ύστερα από επίπονη διαδικασία άσκησης: H νεολαία σφυρηλατείται μέσα στους κοινωνικούς αγώνες.
unstable, due to lack of education or due to natural idiosyncracy
ανερμάτιστος -η -ο [anermátistos] Ε5 : (λόγ.) 1. (για πλοίο) που δεν έχει έρμα, σαβούρα: Aνερμάτιστο καράβι. 2. (μτφ.) α. που είναι ασταθής και ευμετάβολος: α1. από έλλειψη γνώσης ή παιδείας. α2. από ιδιοσυγκρασία· άστατος: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. β. (ιδ. για επιστήμονες) που έχει ελλιπή μόρφωση· ακατάρτιστος: ~ φιλόλογος / ψυχολόγος. ανερμάτιστα ΕΠIΡΡ.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀνερμάτιστος· 2: ελνστ. σημ.]
Monday, March 24, 2014
cannon corbel
κιλλίβαντα
κιλλίβαντας ο [kilívandas] Ο5 : βάση πυροβόλου, κινητή επάνω σε τροχούς.
[λόγ. < αρχ. κιλλίβας, αιτ. -αντα`ονομασία μέρους του άρματος΄]
the base of a cannon that moves on wheels -- corbel for a weapon?!
subterfuge
- υπεκφηγή = evasion, subterfuge
- το να αποφεύγεις να τοποθετηθείς σε ένα ζήτημα ή να απαντήσεις ξεκάθαρα σε μια ερώτηση
heard the word at the funeral of Tasos Mitsopoulos, claiming he wasn't a typical politician who used these evasions and subterfuges.
Sunday, March 23, 2014
par brise - windshield
I knew the term ανεμοθώρακας for windshield but now I learned a second: par brise, παρμπρίζ
Saturday, March 22, 2014
Thursday, January 23, 2014
Sunday, January 19, 2014
αθυρόστομο
αθυρόστομο (aθi'rostomo) ουδέτερο
επίθετο
επίθετο
που χρησιμοποιεί τολμηρές εκφράσεις στο λόγο του
τσιφούτης
τσιφούτης αρσενικό
- ο τσιγκούνης που θέλει μόνο να μαζεύει λεφτά εκμεταλλευόμενος τους άλλους
Friday, January 17, 2014
μπανιστήρι
μπανιστήρι το [banistíri] Ο44 : (οικ.) το να παρακολουθεί κάποιος, συνήθ. απαρατήρητος, πράξεις ή γενικά θέαμα που του προκαλεί σεξουαλικό ενδιαφέρον: Πήγε στη θάλασσα όχι για να κολυμπήσει αλλά για να κάνει~.
[μπανισ- (μπανίζω) -τήρι]
μουρόχαυλος
μουρόχαβλος, μουρόχαυλος
- Τι μουρόχαυλος που είναι αυτός ο Μπάμπης ρε; Του την έπεφτε ένα γκομενάκι φίνο χτες στο μπαρ και όταν πήγε να της μιλήσει, το τι μαλακίες είπε δεν περιγράφεται.
mourOhavlos: someone who has weak social skills and/or has trouble making substantive contributions to any conversation that demands logical thought, and who as a result becomes an object of ridicule by the more articulate parts of a social group.
ντουχιουντίζω
ντουχιουντίζω < σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι, προβληματίζομαι, συλλογίζομαι, αναρωτιέμαι, ξεμετρώ το νου
douhouDEEZo: reflect on, mull over
From α Cretan Christmas carol:
douhouDEEZo: reflect on, mull over
Thursday, January 16, 2014
αμάδες
Οι «αμάδες» είναι πανάρχαια αθλοπαιδιά που έφθασε μέχρι τις μέρες μας με πολλές παραλλαγές. Κύρια μορφή της ομαδικής αυτής αθλοπαιδιάς είναι η με πεπλατυσμένο λίθο σε μορφή δίσκου και μεγέθους παλάμης «αμάδα», που με σύρσιμο επί του εδάφους επιχειρείται η εύστοχη σημάδευση και κρούση σ΄ εκείνη του αντιπάλου.
Σύγχρονη εξέλιξη αυτής της αθλοπαιδιάς είναι το μπιλιάρδο, το μπόουλινγκ,[εκκρεμεί παραπομπή] αλλά και άλλα παρεμφερή που παίζονται όπως και το μπιλιάρδο σε λεία όμως τράπεζα.
https://www.youtube.com/watch?v=1FELRoBj7aA
Saturday, January 4, 2014
πλεκτάνη
πλεκτάνη θηλυκό
- κάτι που είναι σχεδιασμένο για να μας εξαπατήσει και να μας παγιδεύσει
- δολοπλοκία
fabrication, framing
Subscribe to:
Posts (Atom)