- ξελογιαστής < ξελογιάζω + -της
- αυτός που ξελογιάζει, που παρασύρει
- ξελογιάζω < μεσαιωνική ελληνική ξελαγιάζω και ξελογιάζουμαι < αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως απο το ξε και λόγος ή λαγός
ξελογιάζω (παλιότερα και ξελαγιάζω
- γοητεύω κάποιον και τον κάνω να χάσει τα λογικά του
- Από την Ελλάδα τη φέρανε, που κληρονόμησε από την Εύα, ξελάγιασε τα κορίτσια. (Αργ. Εφταλιώτης, Φυλλάδες του Γεροδήμου)
No comments:
Post a Comment