- χάβω < μεσαιωνική ελληνική χάπτω < αρχαία ελληνική κάπτω (αρπάζω και καταπίνω πεινασμένα)
Ρήμα
χάβω και χάφτω, , παρατ.: έχαβα, στιγμ. μέλλ.: θα χάψω, αόρ.: έχαψα
- καταπίνω κάτι αμάσητο, λαίμαργα, πεινασμένα
- (συνεκδοχικά) αποδέχομαι μια λανθασμένη ή παραπλανητική άποψη χωρίς να την επεξεργαστώ, δηλαδή με αφέλεια
- το είπα πειστικά, αλλά αυτός δεν το έχαψε
- το είπα πειστικά, αλλά αυτός δεν το έχαψε
σλανγ¨
χάβω, χάφτω
Ορισμός: | 10 | ||
Λήμμα: | 10 |
Ο όρος αποτελεί κλασική, παλαιά σλανγκ, που χρησιμοποιείται συνήθως με την αντωνυμία «το» (το 'χαψα).
- Αλήθεια σου λέω. Μου είπε ότι αγόρασε σκάφος.
- Άντε ρε, μια μαλακία σου είπε για να σε δουλέψει και εσύ το 'χαψες!
- Άντε ρε, μια μαλακία σου είπε για να σε δουλέψει και εσύ το 'χαψες!
No comments:
Post a Comment