A catalogue of new words I learn in Greek and English. This is the public blog of Joanna Eleftheriou (Ιωάννα Ελευθερίου). I welcome comments that help refine my understanding of these words' nuances and usage. Thanks!
Friday, January 17, 2014
μπανιστήρι
μπανιστήρι το [banistíri] Ο44: (οικ.) το να παρακολουθεί κάποιος, συνήθ. απαρατήρητος, πράξεις ή γενικά θέαμα που του προκαλεί σεξουαλικό ενδιαφέρον: Πήγε στη θάλασσα όχι για να κολυμπήσει αλλά για να κάνει~.
No comments:
Post a Comment