αποχαυνώνω, παθητικό αποχαυνώνομαι, παθητική μετοχή * αποχαυνωμένος
- κάνω κάποιον χαύνο, τον φέρνω σε κατάσταση νωθρότητας και πλήρους αδράνειας, παραλύω τις σωματικές και διανοητικές δυνάμεις του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιδράσει
- τον αποχαύνωσε τελείως η τηλεόραση
αποχαύνωση
αποχαυνωτικόςΣυνώνυμα
apo-hav-no-MEN-ossrendered complacent, idiotic, passive, idle, languid, in a stupor
No comments:
Post a Comment