This is the title of the song from which I learned the word γητευτής. Its definition is apparently "vintager" and harvester. Oh, my trusty Greek-Greek dictionary tells me it's a seasonal/migrant worker specifically specializing in grape picking.
τρυγητής ο [trijitís] Ο7 πληθ. και τρυγητάδες θηλ. τρυγήτρα [trijítra] Ο25α : 1. εποχικός εργάτης που μαζεύει τα ώριμα σταφύλια από το αμπέλι. 2. (λαϊκότρ.) Tρυγητής, ο μήνας Σεπτέμβριος: Έφτασε ο Tρυγητής με τις βροχές του.
τρυγητής ο [trijitís] Ο7 πληθ. και τρυγητάδες θηλ. τρυγήτρα [trijítra] Ο25α : 1. εποχικός εργάτης που μαζεύει τα ώριμα σταφύλια από το αμπέλι. 2. (λαϊκότρ.) Tρυγητής, ο μήνας Σεπτέμβριος: Έφτασε ο Tρυγητής με τις βροχές του.
[ελνστ. τρυγητής (αρχ. τρυγητήρ)· τρυγη(τής) -τρα]
No comments:
Post a Comment